Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Περιφερειακές εκλογές: Περιεχόμενο και στόχοι



του Χρήστου Γκαρμπούνη




Η κρίση που διανύει η χώρα μας, ανέδειξε μεταξύ άλλων και την αναγκαιότητα μιας μεγάλης διοικητικής και αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης, με επιτελικό κρά­τος, με ισχυρές αιρετές Περιφέρειες, με πολύ ισχυρούς Δήμους, με αποκέντρωση πόρων και αρμοδιοτήτων μέχρι και το τελευταίο επίπεδο, αυτό των τοπικών συμβουλίων.
           
Αυτή η αυτοδιοίκηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση και την ποιοτική ανάπτυξη της χώρας.
          
  Είναι αλήθεια ότι ο ‘’Καλλικράτης’’ επιχείρησε μια μεταρρύθμιση στην αυτοδιοίκηση, χωρίς όμως να αποτελέσει τμήμα μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης που θα αφορούσε το κεντρικό κράτος, το οποίο δυστυχώς παραμένει μέχρι σήμερα γραφειοκρατικό, σπάταλο και σε ένα βαθμό διεφθαρμένο.
          
  Η μεταρρύθμιση του  ‘’Καλλικράτη’’ συνέπεσε με την δημοσιονομική κρίση και δεν έγινε δυνατόν να εξασφαλισθούν οι αναγκαίοι πόροι και προϋποθέσεις που θα εγγυόνταν την χρηματοδότηση της πλήρους και απρόσκοπτης εφαρμογής του.
            
Η θέσπιση της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης είναι μια εξαιρετικά σημαντική μεταρρύθμιση επειδή δίνει την δυνατότητα για ένα νέου τύπου ανα­πτυξιακό μοντέλο.
          
Το περιβάλλον όμως της γενικευμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης συμπαρασύρει και τα αιρετά περιφερειακά όργανα που δεν μπορούν να σημα­τοδοτήσουν ουσιαστικά ή συμβολικά τον αυτοδιοικητικό τους ρόλο με ένα προ­γραμματικό και επιτελικό αναπτυξιακό έργο.
         
   Παράλληλα, αναδεικνύονται όλες οι εκρηκτικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης (γραφειοκρατία, συγκεντρωτισμός, περιορισμένος κοινωνικός έλεγχος, απουσία συμμετοχικών διαδικασιών).
         
   Είναι λάθος η αφοριστική απόρριψη του ‘’Καλλικράτη’’ και η προσπάθεια να του φορτώσουν όλα τα δεινά που προέκυψαν στην Ελλάδα από την κρίση και τα μνημόνια.
          
Η αποκέντρωση στην Αυτοδιοίκηση πρέπει να προχωρήσει και αυτό γιατί αν η αιρετή Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση βρει τον αναπτυξιακό της ρόλο τότε η χώρα θα προχωρήσει μπροστά.


Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται:

Πρώτον, οι πόροι των αρμοδιοτήτων που έχουν μεταφερθεί στους Ο.Τ.Α  επιτέλους να αποδίδονται σ’αυτούς.

Δεύτερο, να τεθεί τέλος στην παρακράτηση των θεσμοθετημένων πόρων της από το κράτος.

Τρίτο, να είναι κυρίαρχη η συμμετοχή της αιρετής Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης στην διαχείριση του νέου πακέτου οικονομικής σύγκλισης 2014-2020.

Τέταρτο, να συγκροτηθεί από τα κεντρικά όργανα της Αυτοδιοίκησης πρόγραμμα αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας των Ο.Τ.Α.

Πέμπτο, απαιτείται η δημιουργία ενός ιδιωτικού συμφώνου ανάπτυξης των Ο.Τ.Α με όλες τις ζωντανές δυνάμεις των Περιφερειών, καθώς και μια νέα κοινωνική επιχειρηματικότητα με συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία των πολιτών, σύμφωνα με τις τοπικές ιδιαίτερες ανάγκες και χωρίς την εκχώρηση δημόσιων αγαθών και κοινωνικών υπηρεσιών σε ιδιωτικά συμφέροντα.
         
   Παράλληλα χρειάζεται  αναθεώρηση του άρθρου 101 του συντάγματος με απορρόφηση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης από την Αυτοδιοικητική Περιφέρεια όπως και την κατοχύρωση ενός αξιόπιστου και αμερόληπτου μηχανισμού για τον οικονομικό έλεγχο των Ο.Τ.Α.
            
Τέλος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να αποκτήσει φοροληπτική δυνατότητα και μάλιστα με συνταγματική πρόβλεψη. Όχι με την προσθήκη νέων φόρων αλλά απλά να υιοθετήσει ένα αποκεντρωμένο φορολογικό σύστημα και να αναδιανεμηθούν τα ποσοστά των εισπραττομένων φόρων υπέρ  της Αυτο­διοίκησης.
           
Οι παραπάνω προτάσεις, συμβάλλουν στο να γίνει  η Περιφερειακή Αυτο­διοίκηση μέρος της λύσης του προβλήματος και αιχμή της ανασυγκρότησης της χώρας, διαδραματίζοντας ενεργό και δημιουργικό ρόλο στο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που έχει ανάγκη η Ελλάδα και το οποίο θα υπερβαίνει την μνημονιακή εποχή.
           


Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Εξαφανίσεις


του Γιώργου Λιακόπουλου


Οι έμμονες ιδέες στην πολιτική δεν είναι σπάνιες. Μία από αυτές εσχάτως περιστρέφεται γύρω από τον άξονα «εξαφανίζεται η ΔΗΜΑΡ». Εως τώρα θα την κατάπιναν οι «58» - προτού καταπιούν τον εαυτό τους. Εν πάση περιπτώσει, αυτό είχε μια λογική βάση.


Στον χώρο της Κεντροαριστεράς κινείται η ΔΗΜΑΡ, εκεί προσπάθησαν να παρέμβουν οι 58, θα μπορούσε να προκύψει ανασύνταξη δυνάμεων εις βάρος της. Αλλά απεδείχθη ότι η ΔΗΜΑΡ μπορούσε να υπάρχει χωρίς τους 58, οι 58 χωρίς τη ΔΗΜΑΡ όχι.


Το τελευταίο διάστημα το ψάρι που θα καταπιεί τον Ιωνά έχει τη μορφή του Σταύρου Θεοδωράκη. Κάποιοι αποφαίνονται ότι Το Ποτάμι απειλεί κυρίως τη ΔΗΜΑΡ. Αν τα προηγούμενα ήταν αυθαίρετα, αυτό είναι παράλογο: πόσοι ψηφοφόροι μπορεί να ταλαντεύονται ανάμεσα στον Κουβέλη και στον Θεοδωράκη; Πού διασταυρώνονται τα χαρακτηριστικά τους, ώστε να έχει κάποιος δίλημμα ποιον να επιλέξει;


Αν υπάρχουν δύο πρόσωπα που απευθύνονται σε εντελώς διαφορετικές κατηγορίες πολιτών είναι αυτοί οι δύο. Πιο απλά, τον μόνο που δεν απειλεί - λόγω προφίλ - ο Σταύρος είναι ο Φώτης. Οσοι τον ψήφισαν ή σκέφτονται να τον ψηφίσουν τον ξέρουν και τους ξέρει και θα το κάνουν για συγκεκριμένους λόγους. Ενδεχομένως σχετίζονται με το ΠαΣοΚ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε καμία περίπτωση με Το Ποτάμι.


Οσο και αν κάποιες θεωρίες εκλαμβάνουν τη ΔΗΜΑΡ ως είδος υπό εξαφάνιση, αυτό δεν προκύπτει από τα χαρακτηριστικά της παρουσίας της στον δημόσιο χώρο. Είναι υπαρκτή κοινοβουλευτική δύναμη, με λιγότερα προβλήματα συνοχής από τα γειτονικά της κόμματα, διευρύνεται με προσχωρήσεις πολιτικών στελεχών από άλλους χώρους ενώ δεν φεύγουν στελέχη από τις γραμμές της, και μόλις πρόσφατα ένας ικανοποιητικός αριθμός πνευματικών ανθρώπων δήλωσε την πρόθεσή του να τη στηρίξει.


Γιατί λοιπόν να απειλείται με εκλογική εξαφάνιση όταν υπάρχουν οι λιγότερες προϋποθέσεις για μετακίνηση των ψηφοφόρων της; Με ποια λογική κάθε καινούργιο πολιτικό σχήμα, προτού καν υπάρξει, απειλεί ειδικά τη ΔΗΜΑΡ και όχι άλλο κόμμα; Γιατί να είναι ο Κουβέλης ο πιο εύθραυστος πολιτικός αρχηγός και όχι οι επικεφαλής των κομμάτων που δοκιμάζονται συνεχώς από τις επιλογές τους; Οι απαντήσεις υπάρχουν σε αυτό που θα έλεγε ο αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος Ερικ Χόφερ: «Μπορείς να καταλάβεις τι είναι αυτό που ο αντίπαλός σου φοβάται περισσότερο από τα μέσα που χρησιμοποιεί για να σε κάνει να φοβηθείς».

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Κόντρα στην αδράνεια χωρίς ψευδαισθήσεις


του Ρωμανού Οικονομίδη


Είναι γενικά παραδεκτό ότι το πολιτικό σκηνικό της χώρας μας είναι πιο ρευστό από ποτέ και η εμπιστοσύνη προς το πολιτικό σύστημα βρίσκεται στο ναδίρ. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, παρατηρείται έντονη κινητικότητα, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με τη δημιουργία νέων κινήσεων ή ακόμα και κομμάτων. Αυτά, σε συνδυασμό με το ότι τα χειρότερα για την πατρίδα αποφεύχθηκαν, δημιουργούν εύφορο έδαφος για την ανάδειξη προσωπικών φιλοδοξιών και μεγαλεπήβολων σχεδίων με σαθρά θεμέλια. Μακράν, ο χώρος που εμφανίζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ και με αφορμή την δημιουργία του σχήματος «Δημοκρατική Αριστερά – Προοδευτική Συνεργασία» θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω υπέρ της κίνησης αυτής και της στήριξής της.
Αρχικά, το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η καχυποψία για τους πάντες και τα πάντα, η οποία αποτυπώνεται μέσα στην κοινωνία. Παρόλο που στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η παραδοχή της καλής πρόθεσης είναι δεδομένη, κάποιοι δούλεψαν πολλά χρόνια για την απώλειά της.  Όταν ξέσπασε η κρίση και άρχισε η κατακραυγή, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για να μειώσουν την πίεση και την φθορά της εξουσίας απέδιδαν ευθύνες εξίσου στο σύνολο του πολιτικού συστήματος, σπέρνοντας την ιδέα του «όλοι είναι ίδιοι».  Η ΔΗΜΑΡ είναι ίσως το μόνο κόμμα που δημιουργήθηκε, επειδή η  αυτοκριτική κάποιων για τον χώρο στον οποίον ανήκαν υπαγόρευε τη χάραξη νέων δρόμων για την επίλυση των προβλημάτων του σήμερα. Έτσι, λοιπόν, η πορεία της ως σήμερα μπορεί να χαρακτηριστεί από τρεις λέξεις. Ευθύνη, επιμονή και τόλμη. Ευθύνη, γιατί όταν η χώρα αντίκριζε το πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο, έδωσε λύση συμμετέχοντας στην κυβέρνηση συνεργασίας και συνέβαλε τα μέγιστα για την παραμονή στο ευρώ. Συμμετείχε, όχι σαν Νεφέλη, αλλά επειδή πίστευε στις κυβερνήσεις συνεργασίας. Επιμονή, διότι όταν  βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο -ακόμα και από δικά της λάθη- δεν έδωσε λευκή επιταγή και επέμεινε στους θεσμούς και στην ισότιμη συμμετοχή της ως κυβερνητικός εταίρος. Και τέλος, τόλμη. Σε πείσμα των καιρών, όπου τα «βαριά» ονόματα και η «βιτρίνα» υπερνικούν τις θέσεις και τα προγράμματα, η ΔΗΜΑΡ ανοίγεται στην κοινωνία. Όχι για να ζητήσει εκ νέου ψήφο, αλλά για να ενεργοποιήσει τους προοδευτικούς πολίτες και να δώσει το έναυσμα για την δημιουργία μιας καινούργιας συμμαχίας που θα ξεπερνά τα στενά όρια ενός κόμματος.
Όσο πειστικά ή όχι ακούγονται τα παραπάνω, σίγουρα δεν είναι αρκετά. Ξέρω πως το μειονέκτημα του εγχειρήματος είναι ότι (στη φάση αυτή τουλάχιστον) αναφέρεται αποκλειστικά σε ένα κόμμα. Ίσως αυτό, όμως, να είναι και συνάμα το πλεονέκτημα της συγκεκριμένης κίνησης, έναντι των αντίστοιχών της. Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται στην κοινωνία χωρίς την ανάγκη κανενός προσωπείου, καθώς αποτελεί εγγύηση για το εγχείρημα η πορεία του κόμματος και του προέδρου του αυτά τα χρόνια. Σίγουρα, η συσπείρωση αυτή δεν είναι η μέγιστη, αλλά ούτε και η θεμιτή. Προσωπικά, προβληματίζομαι βλέποντας αξιόλογους ανθρώπους του χώρου να συμμετέχουν σε διαφορετικό σχέδιο από αυτό της ΔΗΜΑΡ και διεκδικώ την βελτίωση του, με σκοπό την προσέλκυσή τους. Μήπως, όμως,  πρέπει και οι ίδιοι να σκεφτούν και να αναρωτηθούν, γιατί η σύμπραξη μόνο με το ΠΑΣΟΚ μπορεί να θεωρείται συγκρότηση μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, ενώ το εγχείρημα της ΔΗΜΑΡ απλή διεύρυνση; Μετά τις τελευταίες εξελίξεις πάντως, έχουν ένα λόγο παραπάνω, γιατί η ΔΗΜΑΡ δικαιώθηκε. Αλήθεια, ποιο θα ήταν το μέλλον του χώρου αν η ΔΗΜΑΡ είχε προσέλθει στο διάλογο με το ΠΑΣΟΚ και στην πρόσκληση των 58; Το πιθανότερο είναι ότι στα μάτια των πολιτών οι ευσεβείς πόθοι και φιλοδοξίες ενός δημοσιογράφου (που αφού κάποιοι άλλοι «αμαύρωσαν» την καθαρότητα τους την κρίσιμη στιγμή έρχεται ως σύμβολο προοδευτισμού και ανανέωσης), να ήταν το μόνο καταφύγιο απέναντι στον συντηρητισμό και τον λαϊκισμό.
Ομολογώ πως έχω βαθιά πίστη για την μακροπρόθεσμη επιτυχία του εγχειρήματος. Ακόμα, είμαι σίγουρος ότι θα συναντηθούμε με πολλούς που διάλεξαν διαφορετικό δρόμο, αλλά υπάρχουν κοινά βιώματα και σε αυτούς θα απευθυνθώ κλείνοντας. Καταλαβαίνω πως είναι δελεαστικό να νιώθεις ότι μετά από χρόνια περιθωριοποίησης, η ρότα αλλάζει και η στιγμή διαλέγει εσένα. Όμως, χρειάζεται σύνεση και υπομονή για να πραγματωθούν τα οράματα. Ο ρεβανσισμός και η αφέλεια είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί της όποιας προσπάθειας να υπάρξει πραγματική πρόοδος σε τούτο τον τόπο. Η ΔΗΜΑΡ είναι η μόνη που μπορεί να αναλάβει την εκπλήρωση ενός τέτοιου στόχου, γιατί είναι η φυσική της εξέλιξη.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση και οι αυτοδιοικητικές εκλογές


του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη



Μια πρώτη αποτίμηση, με πολλούς αποδέκτες


Μετά από μακρά κυοφορία σε όλους τους πολιτικούς χώρους το τοπίο των επερχόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών έχει ξεκαθαρίσει και οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στην αφετηρία. Θα άξιζε λοιπόν τον κόπο να επιχειρήσουμε μια πρώτη κριτική αποτίμηση της πολιτικής αντιμετώπισης αυτών των εκλογών, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αξιωματική αντιπολίτευση:
Α. Όσον αφορά την κυβέρνηση, το πρώτο που έχει να παρατηρήσει κανείς είναι η ανεκδιήγητη θεσμική πολιτική του Υπουργείου Εσωτερικών, όλο το τελευταίο διάστημα, με μοναδικό στόχο να υποβαθμίσει την ευρύτερη πολιτική σημασία των δημοτικών εκλογών και να τις υποτάξει σε μικροκομματικές σκοπιμότητες. Το πρώτο (και ευτυχώς ατελέσφορο) βήμα έγινε με την προσπάθεια αλλαγής του εκλογικού συστήματος, προκειμένου να επανέλθει το αντιδημοκρατικό 42%, ως όριο ανάδειξης δημάρχων και περιφερειαρχών, και να προσωποποιηθεί εντελώς η τοπική πολιτική διαμάχη. Προφανώς έχει τη σημασία της η διευκόλυνση της ανάδειξης προσωπικοτήτων σε τοπικό επίπεδο. Αυτό όμως μπορεί να γίνει (όπως θα δείξουμε με συγκεκριμένη σχετική πρόταση), χωρίς να αλλοιωθεί ο πολιτικός κατά βάση χαρακτήρας των τοπικών εκλογών, ο οποίος προϋποθέτει πολιτικά συλλογικά υποκείμενα, τα οποία επεξεργάζονται θέσεις και προτάσεις τοπικής πολιτικής, και όχι απλή επιλογή προσώπων, που μας ξαναγυρίζει στον ατομοκεντρισμό του 19ου αιώνα. Εξ άλλου, για να μην έχουμε αυταπάτες, σε όλες τις προηγμένες δημοκρατικές χώρες οι τοπικές εκλογές είναι εντονότατα πολιτικές ενώ για τις περιφέρειες ως επί το πλείστον είναι ταυτόχρονα και κομματικές, αφού στον εκλογικό στίβο τους κατέρχονται, κατά την σχετική νομοθεσία, αυτοδιοικητικοί σχηματισμοί που όχι μόνον  έχουν  κομματικό χρίσμα αλλά και φέρουν τον τίτλο των εθνικών κομμάτων.
Η δεύτερη μεθόδευση της κυβέρνησης αφορά την μετάθεση των ευρωεκλογών στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, και μάλιστα με τροπολογία στον Καλλικράτη, όταν έγινε κατανοητό ότι οι σχετικές ερμηνευτικές ακροβασίες του υπουργείου όχι μόνο προκαλούσαν θυμηδία αλλά και έθεταν ευθέως θέμα νομιμότητας των εκλογών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η μεθόδευση αυτή αντιμετωπίσθηκε με συγκατάβαση από όλο τον φιλοκυβερνητικό Τύπο -και ιδίως από τα τηλεοπτικά μέσα- παρότι συνεπάγεται την απώλεια αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία προφανώς θεωρήθηκαν μικρή θυσία στον βωμό των ιδιοτελών επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων.
Αν στα ανωτέρω προσθέσουμε και την απόπειρα να αλλάξουν τα σύνορα των νησιωτικών δήμων λίγο πριν από τις εκλογές αλλά και τον προσδιορισμό της προεκλογικής περιόδου σε δύο μήνες, που επίσης άλλαξε στη συνέχεια με τροπολογία, έχουμε μια πρώτη εικόνα ενός αλλοπρόσαλλου Υπουργείου, του οποίου η ηγεσία είναι προφανές ότι επελέγη με καθαρά μικροπολιτικά κριτήρια, χωρίς κανένα πραγματικό ενδιαφέρον για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έχοντας ασχοληθεί για πολλά χρόνια, επιστημονικά και δικηγορικά, με τον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και έχοντας γνωρίσει το έργο όλων των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου σε βάθος εικοσαετίας, δεν αντέχω στον πειρασμό να επισημάνω ότι πρώτη φορά συναντώ μια πολιτική ηγεσία τόσο άσχετη με τα θέματά της, τόσο ανύπαρκτη από άποψη έργου και συνάμα τόσο αδίστακτη σε μικροκομματικούς σχεδιασμούς. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα καθαρά κομματικά κριτήρια που επικράτησαν παντού (παρά τις ουκ ολίγες νηφάλιες αντιδράσεις.), στην επιλογή των υποψηφίων της Νέας Δημοκρατίας, με την επιλογή επίσης άσχετων με την αυτοδιοίκηση βουλευτών και πολιτευτών, έχουμε μια πλήρη εικόνα απαξίωσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που σηματοδοτεί το κυβερνητικό στρατόπεδο και ιδίως η Νέα Δημοκρατία.
Β. Στον χώρο της αντιπολίτευσης το ενδιαφέρον εντοπίζεται εύλογα στην πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία είχε μια μοναδική ευκαιρία να αναδείξει έναν εναλλακτικό αυτοδιοικητικό λόγο, που θα συνέθετε ευρύτερες πολιτικές πλειοψηφίες σε μια προοπτική ουσιαστικής αναβάθμισης των θεσμών της τοπικής δημοκρατίας αλλά και πλήρους και ανοιχτόμυαλης αξιοποίησης όλων των πολιτικών στελεχών που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια τέτοια αναβάθμιση. Ωστόσο, η πολιτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης κινήθηκε ακριβώς στον αντίποδα μιας τέτοιας επιλογής (όπως άλλωστε συνέβη έως τώρα σε όλους τους μαζικούς χώρους, επιμελητήρια κλπ, με τελευταίο κραυγαλέο παράδειγμα τον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.). Ο ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε ότι είναι ένα κόμμα που εκπροσωπεί ήδη το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος και αποβλέπει στην κατάκτηση της πλειοψηφίας, κινούμενος με μια λογική έντονα «σεχταριστική» και βαθύτατα μυωπική. Ειδικότερα:
Ο ισοπεδωτικός αφορισμός της ηγεσίας του, περί «βλαχοδημάρχων του ΠΑΣΟΚ», συνοδεύθηκε από ένα πλέγμα στενόμυαλων κριτηρίων που απέκλειε εξ ορισμού μια πλειάδα αξιόλογων και έντιμων αυτοδιοικητικών στελεχών, πρώτον γιατί δεν είχαν προσχωρήσει εξ αρχής -και μάλιστα πλήρως και ανεπιφύλακτα- στην αντιμνημονιακή ρητορεία και δεύτερον γιατί δεν είχαν πει το «απεταξάμην» για τον Καλλικράτη (ο οποίος, παραδόξως, βαφτίσθηκε επίσης «μνημονιακός» παρότι στις βασικές του αρχές -που είναι σωστές- αποτελούσε πρόταση ολόκληρου σχεδόν του αυτοδιοικητικού χώρου, διά των θεσμικών φορέων του, ήδη μια δεκαετία πριν από την κρίση.). Με άλλα λόγια, για να συνεργασθεί με κάποιο αυτοδιοικητικό στέλεχος ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε είτε να ανήκει στο ΚΚΕ ή στους  Ανεξάρτητους Έλληνες (που υιοθετούν τα ίδια κριτήρια.) είτε να κάνει -και μάλιστα μετά βδελυγμίας.- σχετική δήλωση «αντιμνημονιακών» και «αντικαλλικρατικών» φρονημάτων.
Αντί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει το επιβαλλόμενο άνοιγμα προς αξιόλογα αυτοδιοικητικά στελέχη, με κριτήριο την ουσιαστική προοδευτική στάση, την εντιμότητα και την διαθεσιμότητα να συστρατευθούν σε μια προσπάθεια ριζικής αναβάθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (με τροποποιήσεις βέβαια και του Καλλικράτη, όπου χρειασθεί, βάσει και των νέων δεδομένων), κλείσθηκε σαν στρείδι στον εαυτό του και στηρίχθηκε σε στελέχη τα οποία το μόνο κριτήριο που πληρούν είναι η «αριστερή καθαρότητα», η οποία δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις, όπως συμβαίνει και με τη Βουλή, είναι μια απλή αριστερή ρητορεία. Από εκεί και πέρα τα στελέχη αυτά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στερούνται ευρύτερης εμβέλειας και έχουν προφανές έλλειμμα διοικητικών ικανοτήτων, με αποτέλεσμα να προκαλείται εύλογος σκεπτικισμός, ενίοτε δε και θυμηδία, ακόμη και σε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (πολλώ δε μάλλον αν αναλογισθεί κανείς το «αντιμνημονιακό» φιάσκο της Δυτικής Μακεδονίας αλλά και το ότι, στην μοναδική περίπτωση που επιχείρησε κάποιο άνοιγμα, το μόνο που κατάφερε ήταν να τραυματίσει μια καθ'όλα αξιόλογη υποψηφιότητα.).
Θα μπορούσε ίσως κανείς να κατανοήσει, σε συμβολικό επίπεδο, μια στενή κομματική υποψηφιότητα στην περιφέρεια της Αττικής, παρότι ο Γιάννης Σγουρός, που θα είναι όπως φαίνεται ο βασικός αντίπαλος, έχει κατά βάση αυτοδιοικητικά και όχι στενά πολιτικά χαρακτηριστικά (μη ταυτιζόμενος σε καμία περίπτωση με το κόμμα που τον είχε προτείνει την προηγούμενη φορά.). Από εκεί και πέρα, όμως, αναρωτιέται κανείς: δεν έπρεπε να πρυτανεύσει μια λογική που θα μπορούσε να αποτελέσει πρόκριμα γενικότερων εξελίξεων και να δώσει ένα ευρύτερο μήνυμα για μελλοντική κυβερνητική προοπτική;
Δεν έχει νόημα να αναφερθούμε στα ονόματα των πολλών εν ενεργεία δημάρχων (είτε από την κίνηση των 5 είτε ευρύτερα) αλλά και κάποιων περιφερειαρχών που θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, με παράλληλες ανοιχτόμυαλες προτάσεις και προς άλλες προσωπικότητες του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, ώστε να αλλάξει ριζικά ο αυτοδιοικητικός χάρτης της χώρας αλλά και να επιτευχθούν συγκεκριμένοι εναλλακτικοί προγραμματικοί στόχοι, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, στους τομείς της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Θα σταθώ όμως σε μια περίπτωση, που κατά την άποψή μου είναι το αποκορύφωμα μιας μίζερης και μικρόψυχης πολιτικής (όχι μόνον του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.). Γιατί δεν υποστηρίχθηκε ο Μάρκος Μπόλαρης στην Κεντρική Μακεδονία; Υπήρχε ιδανικότερη υποψηφιότητα για να συμβολίσει -και μάλιστα σε συντηρητική περιοχή- μια πολιτική συμμαχιών που μπορεί, διευρυνόμενη σε όλους τους χώρους, να οδηγήσει στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και στην διαμόρφωση μιας ευρύτατης προοδευτικής πλειοψηφίας;

Συμπερασματικά, αν η πολιτική της κυβέρνησης για την αυτοδιοίκηση είναι η αποθέωση της αδίστακτης μικροπολιτικής, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι καταφανώς κοντόφθαλμη και εν πολλοίς αυτοκτονική, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια, σχεδόν νομοτελειακά, σε μια ευρεία πολιτική ήττα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, με ενδεχόμενη επίπτωση και στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.
Από αυτή την άποψη, η επόμενη μέρα των εκλογών θα είναι για όλους μια μεγάλη ευκαιρία για αυτοκριτική και περισυλλογή. Για μεν την κυβέρνηση ως προς τα όρια του πολιτικού κυνισμού, του θεσμικού αμοραλισμού και της ουσιαστικής υποτίμησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Για δε τον ΣΥΡΙΖΑ, ως προς τα όρια της θεσμικής εθελοτυφλίας και του πολιτικού του απομονωτισμού, που τον απομακρύνουν από ζωντανές προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και τον υποτάσσουν σε έναν αδιέξοδο και αυτοκαταστροφικό πολιτικό ναρκισσισμό.
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Γιατί με την ΔΗΜΑΡ-Προοδευτική Συνεργασία;


του Γιάννη Τσαμουργκέλη


Οι καιροί δεν σηκώνουν τις σιωπές. Όσο δελεαστικές και εάν είναι αυτές. Όταν η κρίση και πολύ περισσότερο η πορεία εξόδου από αυτήν αλλάζει την πατρίδα σου, όταν η ανασφάλεια σβήνει τη λάμψη από τη ματιά των νέων, χαμηλώνει το φως στις ζωές των ανθρώπων, των φίλων και γνωστών και αλλοιώνει τις σχέσεις… πώς να σωπάσεις!!

Έτσι ξεκίνησα και εγώ να λέω -και μερικές φορές να φωνάζω- για αυτά που μας έφεραν ως εδώ, για αυτά που δεν γίνονται σωστά, για το φόβο του που πάμε. Με βοήθησε και η δουλειά μου σε αυτό, όπως και η συγκυρία που έκανε τα μέσα ενημέρωσης να θέλουν να ακούν και να μεταδίδουν διαφορετικές όψεις περί την κρίση.

Με φίλους έχουμε συστήσει από το 2004 μια κίνηση πολιτών. Το Π80.Θέλαμε και θέλουμε την ενότητα του «κεντροαριστερού» χώρου μέσα από ένα ενιαίο σχήμα, με ειλικρινή κριτική στο παρελθόν και τα λάθη του, με καθαρές προτάσεις για μια άλλη πορεία της χώρας, με ανοικτές και σύγχρονες δημοκρατικές διαδικασίες. Η προσπάθεια δεν ευόδωσε. Συνεχίζουμε. Όλοι μαζί αλλά και ο καθένας με τις επιλογές της προσωπικής πολιτικής του στάσης.

Εγώ επέλεξα να συνεργαστώ με τη Δημοκρατική Αριστερά στο σχήμα της Προοδευτικής Συνεργασίας (ΔΗΜ.ΑΡ.ΠΡΟ.Σ.). Θεωρώ ότι εκφράζει αυτά που πιστεύω και ότι «παλιοί» και «νέοι» , χωρίς προκαταλήψεις, ηγεμονισμούς και μεσσιανισμούς ξεκινάμε κάτι διαφορετικό που μπορεί να ενώσει ευρύτερες δυνάμεις. Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι που στηρίζουν αυτή την πεποίθηση μου.

- Είναι ένα σχήμα που στέκεται με καθαρότητα απέναντι στη συντηρητική κυβερνητική εκδοχή και στο χαοτικό λαϊκιστικό αριστεροφανές παραλήρημα του ΣΥΡΙΖΑ.

- Είναι ένα σχήμα που παίρνει θέση και υιοθετεί προτάσεις για το πολιτικό σύστημα, την οικονομία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την Ευρώπη και άλλα, που παρά το γεγονός ότι χρειάζονται περαιτέρω επεξεργασία, συνιστούν ήδη διαυγή εναλλακτική που ο κάθε πολίτης μπορεί να κρίνει και να συζητήσει. Με άλλα λόγια καταθέτουμε προτάσεις ευθύνης με κοινωνικό προσανατολισμό και ιδεολογικό στίγμα που θίγουν συμφέροντα. Δεν παραπέμπουμε στις καλένδες. Δεν εκμεταλλευόμαστε ούτε θωπεύουμε την κοινωνική οργή. Δεν κατασκευάζουμε προπετάσματα με ασαφείς ή γλυκερούς λόγους, αποκρύπτοντας πραγματικές προθέσεις.

- Είναι ένα σχήμα με προβάδισμα πολιτικής ηθικής. ΄

Από εδώ λοιπόν επέλεξα να δώσω την προσωπική μου πολιτική μάχη για αυτά που πιστεύω. Με συνέπεια στις αρχές μου και με όραμα,

μια Ελλάδα που πρέπει να αλλάξει..

- υπερβαίνοντας την πεπατημένη της κακέκτυπης ανάπτυξης , της οικονομικής ανισότητας και της κοινωνικής πόλωσης.

- διεκδικώντας μια προοδευτική ρεαλιστική εναλλακτική. Παραγωγικό πρότυπο οργάνωσης της οικονομίας με περιβαλλοντική ισορροπία που θα στηρίζει τη πρωτοβουλία και την επιχειρηματικότητα. Ανοικτή, πραγματικά αντιπροσωπευτική δημοκρατία χωρίς πελατειακές εξαρτήσεις. Κοινωνία αλληλεγγύης με ίσες ευκαιρίες για όλους. Χώρα φάρο δημοκρατίας και σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα.

σε μια Ευρώπη που πρέπει να αλλάξει..

- αντιμαχόμενη το γερμανικό ηγεμονισμό που φέρνει την άνιση ανάπτυξη, την κοινωνική πόλωση και την πολιτική αστάθεια των κρατών μελών.

- διεκδικώντας την Ευρώπη των Λαών, της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης, της χρηματοοικονομικής σταθερότητας με απασχόληση και προοπτικές για τους νέους, με ομόσπονδη συνεργασία αλλά και δημοκρατικά αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση στη διοίκηση.
Ο Γιάννης Τσαμουργκέλης είναι διδάκτωρ της Οξφόρδης και Επίκουρος Καθηγητής της Διεθνούς Οικονομικής στο Παν/μιο του Αιγαίου. Email:i.tsam@aegean.gr,
blog: tsamourgelis.wordpress.com

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Η υποκρισία της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ανεργία


του Ηλία Κικίλια



«Η Ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση», διαβάζουμε στο site της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «επιδιώκει τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση», και παρακάτω  «Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο είναι το βασικό μέσο που χρησιμοποιεί η Ευρώπη για την υποστήριξη της απασχόλησης, τη στήριξη των πολιτών για την εξεύρεση καλύτερων θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση πιο δίκαιων ευκαιριών απασχόλησης για όλους τους πολίτες της ΕΕ. Λειτουργεί επενδύοντας στο ανθρώπινο κεφάλαιο της Ευρώπης – τους εργαζόμενους, τους νέους και όλους όσους αναζητούν εργασία. Η χρηματοδότηση από το ΕΚΤ – ύψους 10 δις ευρώ το χρόνο – βελτιώνει τις προοπτικές απασχόλησης εκατομμυρίων Ευρωπαίων, και ιδιαίτερα αυτών που δυσκολεύονται στην εξεύρεση εργασίας».
Εντυπωσιακοί αριθμοί,  10 δις ευρώ το χρόνο, κάποια αποτελέσματα πρέπει να έχουν, ας δούμε τις στατιστικές της ανεργίας στο site της Eurostat.  Το 2007 οι άνεργοι στην Ευρώπη ήταν 16 εκατομμύρια, το 2012 είχαν υπερβεί τα 25 εκατομμύρια.  Ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε από 219 εκατομμύρια το 2008 σε 213 εκατομμύρια το 2012. Την ίδια χρονική περίοδο, δηλαδή, που η Ευρώπη δαπάνησε 77 δις ευρώ στις βαρύγδουπες στρατηγικές και πολιτικές για την απασχόληση, οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 56% ή 9 εκατομμύρια και οι εργαζόμενοι μειώθηκαν κατά 6 εκατομμύρια. Τα ίδια αποτελέσματα θα έχουν και τα 74 δις ευρώ που εξίσου βαρύγδουπα ανακοινώθηκε ότι θα δαπανηθούν για ίδια προγράμματα μέχρι το 2020 ;  Τι προγράμματα είναι αυτά;
Πάλι στο site, «Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προωθεί την απασχόληση κυρίως μέσω της χρηματοδότησης πρωτοβουλιών και προγραμμάτων που βοηθούν τους ανθρώπους να βελτιώσουν τα προσόντα τους και τις προοπτικές απασχόλησής τους». Δηλαδή, 25 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι επειδή δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα για να εργαστούν ;  Με άλλα λόγια, οι άνεργοι φέρουν την κύρια ευθύνη για την «αποτυχία» τους στην αγορά εργασίας και πρέπει να «βελτιώσουν τις προοπτικές τους» για να «προωθήσουν την απασχόλησή τους»;  Υπάρχουν, δηλαδή, εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας αλλά οι επιχειρήσεις δεν μπορούν τα τις καλύψουν γιατί δεν βρίσκουν τους κατάλληλους εργαζόμενους;  Την ίδια στιγμή που η πιο εκπαιδευμένη νέα γενιά που υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη μαστίζεται όχι μόνο από πρωτοφανή επίπεδα ανεργίας  αλλά και μια πρωτόγνωρη επαγγελματική υποβάθμιση, και οι μισοί νέοι από τους «τυχερούς» που εργάζονται, απασχολούνται με προσωρινά συμβόλαια;
Και όμως, πάνω σε αυτήν ακριβώς τη «λογική» συνεχίζουν να βασίζονται οι βαρύγδουπες – και τραγικά αποτυχημένες – ευρωπαϊκές πολιτικές για την καταπολέμηση της ανεργίας.  Στη σημερινή Ευρώπη η οικονομική πολιτική έχει ως αποκλειστικό στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού,  του ελλείμματος και τους χρέους. Η ανεργία, η φτώχεια και η πρωτοφανής οικονομική ανισότητα δεν συμπεριλαμβάνονται στους ρητούς στόχους της οικονομικής πολιτικής.  Για την σημερινή Ευρώπη, η ανεργία είναι ένα εξω-οικονομικό φαινόμενο, ένα κοινωνικό «δράμα», που δεν οφείλεται σε «καθαρές» οικονομικές αιτίες αλλά στις «δυσκαμψίες» της αγοράς εργασίας που δεν επιτρέπουν, για παράδειγμα τις ελεύθερες μαζικές απολύσεις και επιβάλλουν αποζημιώσεις στους εργοδότες, στους υπερβολικούς μισθούς που έχουν επιβάλλει οι εργαζόμενοι, στα  πλουσιοπάροχα κοινωνικά επιδόματα που δημιουργούν κίνητρα «παθητικοποίησης» και στην αδυναμία των εργαζομένων για «ευέλικτη προσαρμογή» στις οικονομικές συνθήκες.   Σε αιτίες, δηλαδή, που δεν οφείλονται στην οικονομία αλλά στην συμπεριφορά των ατόμων.  Η ευρωπαϊκή πολιτική δεν είναι απλά ανεπαρκής, είναι υποκριτική.
Είναι σωστό ότι τις θέσεις εργασίας τις δημιουργούν οι παραγωγικές και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.  Αλλά το μείζον πρόβλημα σήμερα είναι ότι οι εργαζόμενοι και η τεράστια μεσαία τάξη της Ευρώπης δεν έχουν αρκετή αγοραστική δύναμη για να αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις και η οικονομία και να δημιουργηθούν επαρκείς θέσεις εργασίας.  Η ανεργία δεν οφείλεται στην «ακαταλληλότητα» και την «αδυναμία προσαρμογής» των εργαζομένων αλλά στην τραγική ανεπάρκεια του εισοδήματος της μεσαίας τάξης.
Το άμεσο μέλλον της χώρας και της Ευρώπης βασίζεται στα 95 εκατομμύρια Ευρωπαίων νέων ηλικίας κάτω τω 30 ετών.  Η γενιά αυτή θα ζήσει σε μια εποχή πλήρους παγκοσμιοποίησης και δημογραφικής γήρανσης  και θα πρέπει να εδραιώσει ένα βιώσιμο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο.  Το οικονομικό κόστος της απομόνωσης της νέας γενιάς από την αξιοπρεπή εργασία και εκπαίδευση εκτιμάται σε 155 δισ. ευρώ για την Ευρώπη και 7 δισ. Ευρώ για την Ελλάδα.  Το κοινωνικό και πολιτικό κόστος αντανακλάται στην έλλειψη ελπίδας, προοπτικής και εμπιστοσύνης στην κοινωνία και τους θεσμούς της και ιδιαίτερα στην κυριαρχία του φόβου.  Πιστεύω ότι θα κυριαρχήσουν τελικά η αποδοχή και η πρόοδος, ένα μεταρρυθμιστικό δυναμικό και ένα αίτημα ηθικότητας της δημόσιας ζωής.  Το ερώτημα, προς το παρόν,  είναι ποιος θα εκφράσει τα αιτήματα αυτά με συνέπεια και αξιοπιστία.

Ο Ηλίας Κικίλιας, είναι διευθυντής ερευνών, στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, πρώην Διοικητής του ΟΑΕΔ