Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Προσυνεδριακή συνέλευση και εκλογή συνέδρων για το 2ο Συνέδριο της Δημοκρατικής Αριστεράς











Την Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013 συγκεντρώθηκαν, με σημαντικό αριθμό συμμετεχόντων (και συμμετεχουσών), τα μέλη και οι φίλοι της Δημοκρατικής Αριστεράς στο Ξενοδοχείο Ορφέας στην Ξάνθη, για να συζητήσουν και αποφασίσουν επί των θέσεων του 2ου συνεδρίου της , που θα γίνει στην Αθήνα από 12 έως 15 Δεκεμβρίου και στην συνέχεια έγινε  εκλογή συνέδρων. 

Τις θέσεις παρουσίασαν οι σύντροφοι Παπαθανασίου, Ζορκάδης και Δέλκος. Ακολούθησε συζήτηση, προτάσεις και τοποθετήσεις , ψηφοφορίες επί των θέσεων και  οι εκλογές των συνέδρων.

Εκλέχθηκαν με αλφαβητική σειρά οι :

Γκαρμπούνης Χρήστος
Δελή Ιλμπάυ
Δέλκος Κώστας
Δουκέλης Γιάννης
Ευαγγελίδης Σίμος
Οικονομίδης Ρωμανός
Σπανού Μαρία.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Ασυγχώρητη επιπολαιότητα


του Ανδρέα Πετρουλάκη


Δεν γνωρίζω τίποτα για τις υποτιθέμενες σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες ούτε για την καταγγελία ότι ο Υπουργός Υγείας είναι όργανο πολυεθνικών. Δυστυχώς, ο δημόσιος διάλογος συνεχίζει και διεξάγεται όπως τον ξέραμε πάντα, άρα δεν έχουμε δει κανένα στοιχείο μέχρι στιγμής. Προς το παρόν, μου φαίνεται ανεμικό να χρηματίζεται η Αξιωματική Αντιπολίτευση με την τιμή του φτηνού χρόνου ραδιοφωνικής διαφήμισης, και συνωμοσιολογικού επιπέδου τα σενάρια για Υπουργό Υγείας όργανο των Εβραίων.
Αυτό που με απασχολεί εμένα είναι η ελαφρότητα σε ένα θέμα κεφαλαιώδους σημασίας. Και επειδή δεν μου αρέσει η τακτική των ίσων αποστάσεων ασφαλείας, λέω ευθέως ότι επικίνδυνα επιπόλαιη θεωρώ τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Για μια ακόμα φορά, κάνοντας αντιπολίτευση αυτοσκοπού, δεν παίρνει υπόψη του ότι η Δημόσια Υγεία είναι υπερβολικά ευαίσθητο θέμα για να σπεκουλάρει.
Είτε του αρέσει είτε όχι (και αν ποτέ γίνει κυβέρνηση θα του αρέσει σίγουρα) η επικράτηση των γενοσήμων στην αγορά του φαρμάκου σε ποσοστό τουλάχιστον διπλάσιο από αυτό που κατέχουν τώρα είναι και αναπόφευκτη και επιβεβλημένη. Και ως αριστερό κόμμα θα έπρεπε πρώτο να την επιζητεί. Και να ρίχνει το βάρος μόνον στους ελέγχους του ΕΟΦ για την ασφάλεια των γενοσήμων (εγχώριων και εισαγόμενων), τόσο ως προς τη δραστική ουσία όσο και ως προς τα έκδοχα, συμβάλλοντας στην εξοικονόμηση τουλάχιστον άνω των 40% της αξίας των φαρμάκων, υπέρ των ασθενών και των Ταμείων. Ακριβώς όπως κάνουν όλες ανεξαιρέτως οι χώρες της Δύσης, μεταξύ των οποίων αυτήν τη στιγμή κατέχουμε μάλλον την τελευταία θέση στη χρήση γενοσήμων.
Αντ΄ αυτών βρήκε άλλο ένα θέμα Δημόσιας Υγείας να κάνει μανιχαϊστική αντιπολίτευση. Το έχει κάνει και με την κατάσταση στο ΕΣΥ και με τις συγχωνεύσεις νοσοκομείων και με τον ΕΟΠΥΥ. Δεν μιλάει με όρους βελτίωσης-επιδείνωσης του συστήματος αλλά με όρους ζωής και θανάτου και αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Εξαπολύει διάφορα ανίδεα στελέχη του, με μόνη γνώση για τα θέματα τα κομματικά SMS προς χρήση πάνελ, τα οποία στήνουν ολομέτωπη ισοπεδωτική επίθεση χωρίς προτάσεις, χωρίς εξειδικεύσεις, χωρίς καν γνώση αυτών που πραγματικά πρέπει να καταγγείλουν. Επιθέσεις που συνοψίζονται στο «λαέ, τι να λέμε τώρα, όσο έχουμε μνημόνιο αν αρρωστήσεις κάτσε σπίτι σου και πέθανε μόνος σου, διαφορετικά σε περιμένει ένα δολοφονικό ΕΣΥ, ένας ανύπαρκτος ΕΟΦ, ένας γερμανοτσολιάς ΕΟΠΥΥ».
Δεν καταλαβαίνουν πόσο εγκληματικό είναι να βυθίζουν στην απελπισία ανθρώπους που έτσι κι αλλιώς βρίσκονται σε δύσκολη ή δραματική θέση; Δεν καταλαβαίνουν πως όταν μιλούμε για Δημόσια Υγεία οφείλουμε να είμαστε διπλά προσεκτικοί, καλά προετοιμασμένοι, ακριβείς και φειδωλοί; Δεν καταλαβαίνουν ότι ο εκμηδενισμός των Υπηρεσιών Υγείας του κράτους σκοτώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, που οι περισσότεροι δεν έχουν πού αλλού να απευθυνθούν, και η οποία εμπιστοσύνη έχει κατακτηθεί πολύ δύσκολα και εξ ίσου δύσκολα θα επανακτηθεί; Δεν καταλαβαίνουν ότι τη στιγμή που οι ίδιοι θα έρθουν να προτείνουν τα γενόσημα θα απευθύνονται σε έναν πληθυσμό πεισμένο απ΄ τους ίδιους ότι τα γενόσημα δολοφονούν; Και οι οποίοι από σήμερα κιόλας θα πληρώνουν από το υστέρημά τους αχρείαστα ακριβά πρωτότυπα;

από το protagon.gr
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Μια πολιτική για τους υδατικούς πόρους και το νερό

του Στάθη Κουρνιώτη


(Στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου της Δημ.Αρ.)

Το ελληνικό σύνταγμα δεν κάνει ιδιαίτερες αναφορές στους υδατικούς πόρους. Σε κανένα νομικό κείμενο δεν γίνεται σαφής αναφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των υδατικών πόρων της χώρας που περιλαμβάνουν εσωτερικά επιφανειακά ύδατα (λίμνες, ποτάμια), υπόγεια ύδατα, μεταβατικά ύδατα (εκβολές ποταμών) και παράκτια.
Οι υδατικοί πόροι αποτελούν φυσικούς πόρους και ως τέτοιοι θα πρέπει να ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο που μπορεί υπό προϋποθέσεις να επιτρέψει την εκμετάλλευσή τους για ιδιωτικό ή δημόσιο όφελος. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς θα πρέπει να κατοχυρωθεί συνταγματικά, στην επόμενη αναθεώρηση του συντάγματος.
Το ελληνικό κράτος δεν διέθετε ποτέ μια συνεκτική πολιτική διαχείρισης των υδατικών πόρων μέχρι την τελευταία δεκαετία, οπότε κλήθηκε να εφαρμόσει την Κοινοτική νομοθεσία, την Οδηγία πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΚ. Η ενσωμάτωσή της υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να προχωρήσει στη σύνταξη διαχειριστικών σχεδίων.
Στο πλαίσιο εφαρμογής της Κοινοτικής νομοθεσίας έχει δημιουργηθεί μια νέα δομή στη δημόσια διοίκηση. Ωστόσο, αυτή πάσχει από κακή στελέχωση, αδυναμία χρήσης νέων τεχνολογιών και ελλιπείς οικονομικούς πόρους που δεν επιτρέπουν να επιτελεσθεί έργο με συνέπεια. Σχεδόν όλοι οι υδατικοί πόροι της χώρας παρουσιάζουν διαχρονική χειροτέρευση. Δύο εμβληματικά παραδείγματα είναι ο Ασωπός και η λίμνη Κορώνεια. Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, η χώρα θα χάσει ένα τεράστιο οικολογικό πλούτο, θα διακινδυνεύσει την αγροτική της οικονομία και θα αυξήσει σημαντικά το κόστος ύδρευσης.

Οικονομική πολιτική για την διαχείριση των υδατικών πόρων
Το νερό χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για τρεις βασικές χρήσεις. Το περισσότερο καταναλώνεται στην άρδευση (85%). Για ύδρευση χρησιμοποιείται το 11% και στη βιομηχανία το 4%.
Το νερό είναι ένας ανανεώσιμος πόρος με την έννοια ότι το νερό που λαμβάνεται από υδατικούς πόρους αναπληρώνεται, με τις κατακρημνίσεις και τις εισροές από γειτονικές χώρες μέσω ποταμών. Ωστόσο, υπάρχει ένας ορισμένος ρυθμός αναπλήρωσης και όταν ο ρυθμός απόληψης από τους υδατικούς πόρους τον ξεπερνά, τότε το νερό παύει να είναι ανανεώσιμος πόρος. Αυτό ισχύει σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ αυτών στην Αττική και στο σύνολο των νησιών.  Όταν ο ρυθμός απόληψης ξεπερνά το ρυθμό αναπλήρωσης τότε απαιτούνται μέτρα για την προστασία της αειφορίας του υδατικού πόρου (κάτι που είναι διαφορετικό από το κόστος διαχείρισης του ίδιου του νερού). Αυτά τα μέτρα έχουν ένα κόστος και το κόστος θα πρέπει να καταβάλλεται από τους χρήστες που εκμεταλλεύονται τον υδατικό πόρο ως δικαιώματα χρήσης.
Το νερό που περιέχεται στους υδατικούς πόρους δεν είναι εμπόρευμα. Το νερό που φτάνει στο τελικό χρήστη και χρησιμοποιείται για ύδρευση, άρδευση και βιομηχανική χρήση είναι εμπόρευμα. Η τιμή του προκύπτει από το κόστος αειφορίας του υδατικού πόρου και από το κόστος διαχείρισης του ίδιου του νερού.
Το νερό άρδευσης πρακτικά έχει πολύ μικρό κόστος διαχείρισης. Ωστόσο, ακόμη και αυτό το μικρό κόστος δεν ανακτάται. Οι ΤΟΕΒ (τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων) έχουν οργανωθεί ως συνεταιρισμοί των ωφελούμενων από την άρδευση. Διαχρονικά παρουσιάζουν μεγάλα οικονομικά ελλείμματα εν μέρει λόγω της μη ανάκτησης του κόστους του νερού που παρέχουν στους αγρότες και εν μέρει λόγω οικονομικών ατασθαλιών ακόμη και αδιαφορίας στην είσπραξη των λογαριασμών. Οι εισφορές των αγροτών στους ΟΕΒ καθορίζονται εν μέρει ως στρεμματικές εισφορές και εν μέρει ως αρδευτικό τέλος που εξαρτάται από την πραγματική παροχή. Αυτή η κακή κατάσταση δεν επιτρέπει στους ΤΟΕΒ να παρέχουν επαρκή συντήρηση των υφιστάμενων δικτύων με αποτέλεσμα την απαξίωση τους και την κατασπατάληση του νερού. Η αγροτική παραγωγή αποτελεί μια οικονομική διαδικασία στην οποία δεν πρέπει να διατίθενται δωρεάν δημόσιοι πόροι, όπως άλλωστε και σε καμία άλλη οικονομική διαδικασία. Το κόστος που η άρδευση δεν καταβάλλει, δεν εξαφανίζεται αλλά καταβάλλεται από το δημόσιο, άρα από όλους τους έλληνες φορολογούμενους.
Το βιομηχανικό νερό ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική οικονομία. Οι βιομηχανίες που έχουν ανάγκη χρήσης σημαντικών ποσοτήτων νερού διαθέτουν δικά τους σημεία απόληψης, απαιτείται να διαθέτουν άδειες χρήσης νερού για συγκεκριμένες ποσότητες ετησίως και έχουν την ευθύνη απορρύπανσης του νερού που έχουν χρησιμοποιήσει πριν το επιστρέψουν στο περιβάλλον. Γενικά, ένας ιδιώτης που χρειάζεται νερό για μια μεταποιητική δραστηριότητα, πρακτικά δεν ελέγχεται ούτε για την ποσότητα ούτε για την ποιότητα του. Το νερό που χρησιμοποιείται στη μεταποίηση θα πρέπει να κοστολογείται και να πληρώνονται στο δημόσιο δικαιώματα χρήσης.
Στην ύδρευση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι το κόστος διαχείρισης διαμορφώνεται τόσο από τις απαιτούμενες διαδικασίες προεπεξεργασίας όσο και από τη διαδικασία καθαρισμού του νερού μετά τη χρήση, δηλαδή, τα συστήματα αποχέτευσης και τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. Στην αποχέτευση περιλαμβάνεται και η αστική αντιπλημμυρική προστασία. Η διαχείριση του νερού ύδρευσης γίνεται για την Αττική και τη Θεσσαλονίκη από τις εταιρίες ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ αντίστοιχα που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και έτσι είναι εν μέρει ιδιωτικές, αν και η πλειοψηφία των μετοχών τους ανήκει στο Δημόσιο. Και οι δύο εταιρίες αποτελούν μονοπώλια. Το κράτος τους έχει εκχωρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα ύδρευσης των περιοχών που δραστηριοποιούνται. Είναι ουσιαστικά οι μόνες εταιρίες ύδρευσης στην Ελλάδα που ανακτούν πλήρως το κόστος του νερού που παρέχουν. Στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις λειτουργούν Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) οι οποίες ελέγχονται αποκλειστικά από τους Δήμους. Οι ΔΕΥΑ διοικούνται από Διοικητικό Συμβούλιο που ορίζεται από το Δημοτικό Συμβούλιο. Σε κάθε ΔΕΥΑ προΐσταται ένας Γενικός Διευθυντής που προσλαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο σχεδόν εν λευκώ. Οι ΔΕΥΑ διαχειρίζονται και την αποχέτευση ενώ σύμφωνα με το νόμο μπορούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε τομείς όπως η τηλεθέρμανση, το φυσικό αέριο, οι ΑΠΕ και η εμφιάλωση και εμπορία νερού. Ο τρόπος οργάνωσης των ΔΕΥΑ τις έχει μετατρέψει σε εν δυνάμει πολιτικό όπλο του εκάστοτε δημάρχου. Οι περισσότερες ΔΕΥΑ παρουσιάζουν οικονομικά ελλείμματα καθώς και αδυναμία να χρηματοδοτήσουν νέα έργα. Σε αυτή την αδυναμία οφείλεται το μεγάλο ποσοστό απωλειών των δικτύων. Οι ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ και οι ΔΕΥΑ ακολουθούν σχεδόν την ίδια τιμολογιακή πολιτική που περιλαμβάνει κλιμακωτή χρέωση ανάλογα με την καταναλισκόμενη ποσότητα και το είδος χρήσης.
Στο πλαίσιο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα μπορούσε να εξεταστεί η περίπτωση τα φτωχότερα νοικοκυριά να έχουν δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης με βάση αντικειμενικά οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια.  
Τελευταία συζητείται η συνολική ιδιωτικοποίηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ. Κάποιες μεγάλες πόλεις στην Ευρώπη ιδιωτικοποίησαν την ύδρευση κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, δημιουργήθηκαν προβλήματα και ακολουθείται πλέον η αντίστροφη διαδικασία. Το καλύτερο θα ήταν ένα μικτό σύστημα όπου η ιδιωτική οικονομία και το δημόσιο θα συνεργάζονται για την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας ύδρευσης και αποχέτευσης. Η πλήρης ιδιωτικοποίηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ δεν θα προσέφερε κάτι άλλο εκτός από ένα σχετικά μικρό οικονομικό τίμημα, ωστόσο η μερική ιδιωτικοποίηση των μεγαλύτερων ΔΕΥΑ κατά το πρότυπο της ΕΥΔΑΠ, θα άλλαζε εντελώς τον τρόπο λειτουργίας τους και θα τις έκανε περισσότερο αξιόπιστες και οικονομικά βιώσιμες.


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Τί είναι, λοιπόν, και τι θέλει η πρωτοβουλία των 5 Δημάρχων.


του Παύλου Σκοτινιώτη





Η πρώτη, άκρως επιτυχημένη, δημόσια εκδήλωση της «πρωτοβουλίας των 5 Δημάρχων» στο Βόλο, τροφοδότησε εκτεταμένες αναφορές και ιδιαίτερα θετικά σχόλια. Όπως ωστόσο ήταν αναμενόμενο, δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι αντιδράσεις, προερχόμενες κατά βάση από δυνάμεις παγιδευμένες σε στερεότυπα του παρελθόντος, που  επιμένουν να δίνουν μάχες οπισθοφυλακής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η όποια κριτική ασκήθηκε στην «πρωτοβουλία των 5», δεν ασκήθηκε  από τη σκοπιά της ανάγκης για ακόμη πιο ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πλαίσιο. Ασκήθηκε, αντίθετα, από τη σκοπιά της συντηρητικής, επί της ουσίας, άποψης, που αντιλαμβάνεται την Τοπική Αυτοδιοίκηση σαν εκτελεστικό βραχίονα της κομματικής στρατηγικής και όχι με τη διττή της υπόσταση,  δηλαδή ως αναπόσπαστο μέρος του ενιαίου συστήματος διακυβέρνησης της χώρας, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και ταυτόχρονα, ως κορυφαίο θεσμό της κοινωνίας πολιτών.

Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως όταν κάναμε τα πρώτα βήματα της «πρωτοβουλίας των 5 δημάρχων», δεν μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την απήχηση και τη δυναμική που θα αποκτούσε. Ενδεχομένως να έπαιξε σ’ αυτό ρόλο το γεγονός ότι οι απόψεις και οι προτάσεις που διατυπώνουμε, είναι βγαλμένες όχι από γενικές θεωρητικές αναζητήσεις, αλλά από την πολύτιμη εμπειρία της καθημερινής διοίκησης, την εμπειρία της καθημερινής εφαρμοσμένης πολιτικής, τη δύσκολη και πολυσύνθετη πραγματικότητα της κρίσης που με οδυνηρό τρόπο βιώνουν οι συμπολίτες μας. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν διστάζουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς περιστροφές, στρογγυλέματα και μισόλογα. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο μόνος τρόπος για να αναζωογονηθεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και για να λειτουργήσει ως παράγοντας ανάταξης της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική και τους δημοκρατικούς θεσμούς, καθώς και ως παράγοντας ενότητας και συνοχής των τοπικών κοινωνιών.

Τι είναι, λοιπόν, και τι επιδιώκει η «πρωτοβουλία των 5»; Εντελώς 
επιγραμματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «πρωτοβουλία των 5» είναι μια πολιτική παρέμβαση  με στόχο η τοπική αυτοδιοίκηση να βρει το λόγο της ύπαρξής της, δηλαδή να γίνεικαι τοπική και αυτοδιοίκηση. Και για να γίνουμε πιο σαφείς: η κυβέρνηση μεταχειρίζεται την τοπική αυτοδιοίκηση σαν μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Εμείς, αντίθετα, θεωρούμε ότι η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί και πρέπει να γίνει μέρος της λύσης του και αιχμή της ανασυγκρότησης της χώρας.Η μεγάλη πρόκληση  για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, είναι να διαδραματίσει ενεργό και δημιουργικό ρόλο στο  Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που έχει ανάγκη η Ελλάδα, το οποίο θα υπερβαίνει τη μνημονιακή εποχή. Η μεγάλη πρόκληση, τελικά, για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι  να αποτελέσει πόλο δημοκρατικής ανασυγκρότησης, κοινωνικής ευθύνης και μεταρρυθμιστικής προοπτικής, που θα οριοθετείται σαφώς από τις αντι-αυτοδιοικητικές κυβερνητικές πολιτικές, την αντι-μεταρρύθμιση, την ακινησία,  τη στασιμότητα και τον λαϊκισμό.

Θα  πρέπει, ωστόσο, να κάνουμε κάποιες θεμελιακές επισημάνσεις, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση. Εμείς δεν υιοθετούμε την απλουστευτική αντίληψη, που θεωρεί ότι εξ ορισμού υπάρχει η «καλή αυτοδιοίκηση» και το «κακό κράτος». Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην τοπική αυτοδιοίκηση, μιλάμε, εντελώς συνοπτικά:

- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση που θα βάλει τέλος σε αντιλήψεις και πρακτικές του παρελθόντος που την οδήγησαν σε βαθιά κρίση και πολιτική αναξιοπιστία. Που θα λειτουργεί με απόλυτη προσήλωση στις αρχές της σύγχρονης δημόσιας διοίκησης, της νομιμότητας, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας.

- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση που θα υπηρετεί αταλάντευτα το στόχο για ισχυρό δίχτυ κοινωνικής προστασίας και αλληλέγγυου εθελοντισμού, βιώσιμη ανάπτυξη, υπεράσπιση του δημόσιου χώρου, βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών προς τον πολίτη και για ανοιχτές, ανεκτικές και εξωστρεφείς πόλεις,  με σταθερό μέτωπο ενάντια στη βία με όποιο πολιτικό προκάλυμμα κι αν εμφανίζεται, την ανομία, τη μισαλλοδοξία, το ρατσισμό, τον φασισμό και τον νεοναζισμό.

- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση ανεξάρτητη και χειραφετημένη από κάθε κυβερνητικό και κομματικό εναγκαλισμό, η οποία θα απελευθερώνει και θα εκφράζει το ολοένα και ισχυρότερο μεταρρυθμιστικό δυναμικό που,  μαζί με την οργή και την απογοήτευση,  συσσωρεύει  η ελληνική κοινωνία, διαμορφώνοντας ευρύτερες συμπράξεις και συναινέσεις για βιώσιμες πόλεις και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.

Πρέπει να κάνουμε και κάτι ακόμη απολύτως σαφές: η πρωτοβουλία μας σηματοδοτεί μεν ένα πεδίο αυτοδιοικητικής και κοινωνικής συναντίληψης,δεν αποσκοπεί όμως στη συγκρότηση παράταξης, λειτουργεί προωθητικά και όχι σε αντιπαράθεση με την ΚΕΔΕ, δεν επιδιώκει την εμπλοκή μας στην κεντρική πολιτική σκηνή και δεν υπηρετεί προσωπικούς στόχους. Είναι, δε, μια πρωτοβουλία που δεν πηγάζει από κάποια φωτισμένη ελίτ, αλλά από δημάρχους που ζουν την πόλη τους καιβιώνουν τη βασανιστική καθημερινότητα των συμπολιτών τους. Γι’ αυτό και ξεκινήσαμε  τον κύκλο των παρεμβάσεών μας από την  κοινωνική πολιτική, αφού η βαθιά και παρατεταμένη κρίση που διαβρώνει όλο και περισσότερο τον κοινωνικό ιστό των τοπικών κοινωνιών,   μεταβάλλει άρδην τον ρόλο και τις προτεραιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης
Στην ημερίδα του Βόλου παρουσιάστηκαν καλές πρακτικές των πέντε Δήμων στο ευαίσθητο τομέα της κοινωνικής προστασίας, διατυπώθηκαν καινοτόμες ιδέες και αναδείχθηκε η ανάγκη για ριζική ανακατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και πόρων μεταξύ του κεντρικού κράτους και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μετά την κατάρρευση του παραδοσιακού, συγκεντρωτικού κοινωνικού μοντέλου. Βασικό συμπέρασμα της ημερίδας είναι ότι επιβάλλεται πλέον να περάσουμε από την ελεημοσύνη και το κρατικό επίδομα, στην αλληλεγγύη και την εξατομικευμένη κάλυψη των αναγκών του πολίτη σε τοπικό επίπεδο.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Δημοτικές εκλογές-Αρχές και πλαίσιο








Η οικονομική –και όχι μόνον- κρίση που διανύει η χώρα ανέδειξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ανάγκη για νέο προσανατολισμό στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο δήμος των «πιστοποιητικών» της μεταπολιτευτικής περιόδου και της «αποκομιδής των απορριμμάτων» είναι επιβεβλημένο να έχει παρουσία και λόγο σε όλους τους τομείς –σε τοπικό επίπεδο- που στοχεύουν στην βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη.   

Έχουμε μια κρατικοδίαιτη, άρα και ελεγχόμενη αυτοδιοίκηση και αυτό δεν είναι  αποτέλεσμα μόνο των προθέσεων της κεντρικής διοίκησης , που “φορτώνει” μεν αρμοδιότητες την Τ.Α. αλλά αρνείται να εκχωρήσει και τα μέσα για την άσκησή τους, αλλά και δικών της επιλογών και αδυναμιών.
Από την άλλη πλευρά, αυτό που με στόμφο επαναλαμβάνεται από τους αιρετούς και τα όργανα της αυτοδιοίκησης: «μεταφορά αρμοδιοτήτων και πόρων», συνήθως δεν είναι ειλικρινές. Μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί το αντίθετο. Οι δήμοι δεν μπορούν και δεν θέλουν να εισπράττουν άμεσα φόρους και τέλη από τους ψηφοφόρους τους… Το πρόβλημα είναι ακόμη ποιο έντονο στους μικρούς ΟΤΑ, οι οποίοι έχουν και πραγματικό πρόβλημα στο να οργανώσουν ανάλογους μηχανισμούς είσπραξης εσόδων αφενός και αφετέρου να δημιουργήσουν φορολογική συνείδηση στους δημότες και κατοίκους τους.

Η συνεχώς μειούμενη  τακτική επιχορήγηση των ΟΤΑ (ΚΑΠ) , που στην περιοχή μας αγγίζει το 48% του ποσού του Δεκέμβρη του 2010, τονίζει με εμφαντικό τρόπο το οικονομικό πρόβλημα.
Η οικονομική αυτοτέλεια λοιπόν δεν μπορεί να συνιστά απλώς αίτημα. Σημαίνει πρώτιστα ανάληψη ευθύνης και απαίτηση νέου ρόλου της Τ.Α.

Η επιτάχυνση της δημιουργίας και λειτουργίας κοινωνικών δομών, που ξεκίνησε από το «πρόγραμμα Καποδίστριας» και ολοκληρώθηκε με τον «Καλλικράτη» με τη σημαντική συμβολή των  Ευρωπαϊκών πόρων, έκλεισε έναν κύκλο. Η λογική που επεκράτησε ήταν «αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων…» με αποτέλεσμα αλληλοεπικάλυψη, έλλειψη συνέργειας και βιωσιμότητας και εν κατακλείδι χαμηλότερου επιπέδου υπηρεσίες από το αναμενόμενο.

Οι δομές αυτές που συνεχίζουν να υφίστανται και να καλύπτουν ανάγκες των πολιτών και ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, πρέπει να αναβαθμιστούν από τους δήμους,καλύπτοντας την απουσία κοινωνικού κράτους. Ο τομέας αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός σε μια χωρική ενότητα με έντονο το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού και της «πολυπολιτισμικότητας».

Ουσιαστικές κοινωνικές δομές λοιπόν με συνέχεια και συνέργεια και όχι απλά φιλανθρωπία από τους Δήμους.

Πολλά χρήματα δαπανήθηκαν σε αμφιβόλου ποιότητας «πολιτιστικές εκδηλώσεις» και μέσω επιχειρήσεων- πολιτιστικών- που ο όρος επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν γι αυτές άγνωστος! Οι επιχειρήσεις αυτές- συχνά καλούμενες αναπτυξιακές- δημιουργήθηκαν με σκοπό την εύκολη διαχείριση χρήματος, πράγμα που δεν επέτρεπε το «δυσλειτουργικό» λογιστικό των Δήμων και Κοινοτήτων. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις αυτές αξιοποιήθηκαν καταχρηστικά για προσλήψεις, με αποτέλεσμα να «φορτωθούν» οι Δήμοι, αν όχι ακατάλληλο, τουλάχιστον, υπεράριθμο προσωπικό… και να παρουσιάζουν –συχνά- παντελή έλλειψη στελεχιακού δυναμικού!

Δραστηριότητα των δήμων, λοιπόν και σε επιχειρηματική βάση, αλλά με σαφή κριτήρια βιωσιμότητας και στόχο την κάλυψη αναγκών των πολιτών.


Στους ΟΤΑ υπήρξαν φαινόμενα σπατάλης και διαφθοράς. Και όσον αφορά το πρώτο, η λογική που επικρατούσε στην πλειονότητα των αιρετών, ήταν λογική του καταναλώνουμε τους πόρους, χωρίς να σκεφτόμαστε το μέλλον, γιατί τι θα κάνει το κράτος «θα δώσει…».

Σήμερα επειδή οι κρουνοί έχουν στερέψει και η Ε.Ε. μας αμφισβητεί –και όχι εν αδίκω- χρειάζεται ανασχεδίαση των δομών και αξιοποίηση των όποιων πόρων, με ιδιαίτερη σύνεση και εξορθολογισμό των δαπανών. 

Η Κεντρική Κυβέρνηση- με εργαλεία, όπως το Παρατηρητήριο- προσπαθεί να οδηγήσει  τα οικονομικά των ΟΤΑ σε μία ορθολογική διαχείριση και αυτό είναι αναγκαίο. Όμως δεν είναι δυνατόν να ζητά κανείς από τους αιρετούς άρχοντες να λειτουργήσουν ως «επιχειρηματίες» και ταυτόχρονα να τους θέτει υπό επιτήρηση.

Οι πολλαπλοί και πολυεπίπεδοι έλεγχοι- που φτάνουν στα όρια της αμφισβήτησης του αυτοδιοικητικού ρόλου των ΟΤΑ- δεν μπορούν, από μόνοι τους, να δώσουν λύσεις για εύρυθμη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτή μπορεί να έρθει μόνο από μια ευρεία συναίνεση και πλατειά εκπροσώπηση, με στόχο τη σύνθεση ιδεών και σκοπό έναν Δήμο ικανό που θα δίνει λύσεις και θα αντιμετωπίζει τον Δημότη ως μονάδα και ως σύνολο.   

Για την ΔΗΜΑΡ αυτό είναι το περιεχόμενο του αυτοδιοικητικού χαρακτήρα των ερχόμενων εκλογών και γιαυτό η επιδίωξη να μετατραπούν οι αυτοδιοικητικές εκλογές σε δημοψήφισμα υπέρ της μιάς ή της άλλης πολιτικής, υπηρετεί μιά στενά κομματική λογική, με την οποία είμαστε αντίθετοι.

Αντίθετα, με βάση τα παραπάνω οι αυτοδιοικητικές εκλογές πρέπει να αποτελέσουν:
α)Πεδίο προτάσεων γιά την μεταρρύθμιση και την ενίσχυση των αυτοδιοικητικών θεσμών.
β)Να ενισχύσουν τη δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών.
γ)Να αναδείξουν τους Δημάρχους και τα Δημοτικά Συμβούλια, που θα διαχειρισθούν με τον καλύτερο τρόπο τις τοπικές υποθέσεις, θα συμβάλλουν στην στήριξη των πολιτών που πλήττονται ιδιαίτερα από την κρίση καθώς και στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους.
δ)Αρχή για να περάσουμε από την εποχή του δημότη-πελάτη στον δημότη-υπεύθυνο και συμμέτοχο στα τεκταινόμενα και στις ανάγκες του δήμου.

Η ΔΗΜΑΡ επιλέγει να ενισχύσει ενωτικές και αυτόνομες τοπικές πρωτοβουλίες και να βοηθήσει στην διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

 Η Νομαρχιακή Επιτροπή
της Δημοκρατικής Αριστεράς Ξάνθης