Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Ιστορίες αντιμνημονιακής τρέλλας. Του Ελληνος ο τράχηλος "Σόρους" δεν υπομένει.



του Γιώργου Σιακαντάρη


Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε μια ακόμη εκδήλωση του περήφανου φρονήματος ενός μεγάλου τμήματος αυτού του λαού, που εμπνέεται από τις θεωρίες συνωμοσιολογίας, των ψεκασμών, της περίφημης δήλωσης Κίσινγκερ, της κλοπής των φωνηέντων μας και πολλών άλλων παρεμφερών θεωριών. Πριν λίγες μέρες στη Νάουσα έκλεισαν τα σχολεία κατόπιν πρωτοβουλίας του δημάρχου και του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, γιατί δεν υπήρχε καθόλου πετρέλαιο για να ζεσταθούν τα παιδιά. Ακολούθησε μια πρόταση του ιδρύματος Σόρος για την προσφορά μερικών τόνων πετρελαίου, ώστε να καλυφθούν προσωρινά οι ανάγκες των σχολείων.

Ο πρόεδρος των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων Νάουσας Μανώλης Γαλίτης δήλωσε στην εφημερίδα Μακεδονία, «καταρχήν μας προκάλεσαν εύλογες υποψίες οι λόγοι για τους οποίος ο φιλάνθρωπος αυτός μεγιστάνας σκέφτηκε ξαφνικά το πρόβλημα των σχολείων της Νάουσας. Δεν μας πείθει ότι η προσφορά του είναι ανιδιοτελής. Είμαστε βέβαιοι ότι από αυτή την ‘ευεργεσία’ ο κ. Σόρος αναμένει ανταλλάγματα και δεν θέλουμε τα σχολεία των παιδιών μας να μπουν σ’ αυτό το παιχνίδι», ʼʼτο πετρέλαιο θέρμανσης είναι υποχρέωση του κράτουςʼʼ και γι’ αυτό λέμε ʼʼόχιʼʼ στο ίδρυμα του μεγιστάνα.

Ο υπερήφανος, αδούλωτος, ο μη υποφέρων κανένα κανενός είδους ξένο τράχηλο «ελληνικός λαός» αντιστάθηκε ακόμη μια φορά στους εβραίους, τους καπιταλιστές, τα μέλη της λέσχης Μπίλντεμπεργκ, τους μνημονιακούς προδότες και τους δούλους του καπιταλιστικού συστήματος. Αν βεβαίως η προσφορά είχε γίνει από τον αείμνηστο Τσάβες, τον διάδοχό του Νίκολα Μαδούρο ή τον Πούτιν οι περήφανοι γονείς και κηδεμόνες θα την είχαν ασμένως αποδεχτεί. Δυστυχώς όμως ο Τσάβες αποδήμησε εις Κύριον και δεν πρόκανε να μας στείλει το πετρέλαιο που του ζήτησε ο κύριος Τσίπρας, ο Μαδούρο αναζητεί το χαρτί τουαλέτας που του έκλεψαν οι ιμπεριαλιστές και ο Πούτιν είναι απορροφημένος στο να συγκροτεί τη μεγάλη αντιδημοκρατική Ρωσία της μαφιόζικης επιχειρηματικής τάξης.

Αυτό που κυριαρχεί στο κομματικό και μιντιακό μας σύστημα δεν είναι το δίλημμα Μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, αλλά το «Πνεύμα» του ανορθολογισμού. Αν κοιτάξουμε όχι και σε πολύ μεγάλο βάθος θα διακρίνουμε εκπροσώπους του ανορθολογισμού σ’ όλο το φάσμα αυτού του συστήματος.

Αν κανείς παρακολουθεί βραδινές εκπομπές σε παρακάναλα, αλλά και σε εγκυρότερα κανάλια ή τις παρεμβάσεις ακροατών σε μεταμεσονύκτιες εκπομπές, εκεί θα συναντήσει, σ’ όλο του το μεγαλείο, το κόμμα του μαχόμενου κατά των δοσίλογων ορθολογιστών» κόμμα του ανορθολογισμού. Αυτό το κόμμα δεν εκφράζει μόνο την πίστη του σε κάθε είδους αστυνομική εξήγηση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, αλλά και τη βαθειά του περιφρόνηση προς τις αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Πριν λίγες μέρες ήρωας αυτού του κόμματος έγινε μια κυρία, η οποία επιτέθηκε στον Υπουργό Εργασίας κύριο Βρούτση, κατηγορώντας τον ως ηθικό αυτουργό που πέθανε το κοριτσάκι από αναθυμιάσεις από μαγκάλι και γιατί υπογράφει τις αποφάσεις με την τρόικα. Αφού τον ρώτησε αν κοιμάται τα βράδια από τις τύψεις του, δήλωσε υπερήφανα ότι δεν τον θεωρεί υπουργό της. Αυτή η παρέμβαση θεωρήθηκε άξια του έπους της Εθνικής Αντίστασης. Θα μείνω μόνο στον θαυμασμό για τη κυρία που δεν αναγνωρίζει τον υπουργό. Ωραία! Το αντιδημοκρατικό κόμμα του ανορθολογισμού πιστεύει ότι η αναγνώριση ενός υπουργού μιας κυβέρνησης, η οποία προέκυψε μετά από εκλογές, είναι θέμα προσωπικής απόφασης. Άμα «γουστάρω» αναγνωρίζω τους δημοκρατικά εκλεγέντες υπουργούς, αν όχι τότε δεν τους αναγνωρίζω. Έτσι ο καθένας γίνεται ήρωας της «άμεσης δημοκρατίας». Και αυτό από τους υποστηρικτές του κόμματος του ανορθολογισμού χαρακτηρίζεται ως μέγιστη δημοκρατική πράξη. Δεν θα ήταν όμως κόμμα του ανορθολογισμού, αν δεν έκανε κάτι τέτοιο.

Σ’ αυτό το κόμμα όμως τοποθετούνται και όσοι δήθεν «μνημονιακοί ορθολογιστές» επιζητούν και άλλα μνημόνια, ταυτίζοντας την καταδίκη του «σπάταλου κράτους» με την ταυτόχρονη καταδίκη όσων θεωρούν ότι η παροχή των στοιχειωδών κοινωνικών υπηρεσιών προς τους πολίτες αποτελεί τον πυρήνα κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας και η παραβίαση αυτού του πυρήνα αποτελεί ύψιστη έκφραση ανορθολογισμού και μέσο προώθησης αντιδημοκρατικών διαθέσεων και αντιευρωπαϊκού πνεύματος.

Όσο αυτός ο τόπος παραμένει δέσμιος της κυρίαρχης ιδεολογίας του ανορθολογισμού, τόσο δεν θα μπορεί να ξεφύγει από ψευτοδιλήμματα του τύπου Μνημόνιο- Αντιμνημόνιο. Ζητείτε επειγόντως το κόμμα του Διαφωτισμού.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μεταρρύθμισης

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Το μπαλάκι από την Δημ.Αρ.






του Παν. Παν.

Είναι προφανές ότι η ένταση και η διάρκεια της κρίσης δοκιμάζει και θα συνεχίσει να δοκιμάζει όλους τους πολιτικούς χώρους, χωρίς εξαιρέσεις. Τη Δεξιά, την Κεντροαριστερά και την Αριστερά, με πλειοψηφίες, μειοψηφίες, «κινητικότητα», ρήξεις, αποχωρήσεις, ανασυνθέσεις κ. λπ. 
Σ' αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, διεξήχθη το Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ. Κατ' αρχάς, επέδειξε ασυνήθιστη αντοχή, καθώς μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση, από «χαϊδεμένο παιδί» των Μέσων και των πολλαπλών κέντρων εξουσίας μετετράπη, αδίκως, σε «σάκο του μποξ», παρά την υπεύθυνη πολιτική που ασκεί και μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση. Ο πρόεδρός της, ο κ. Κουβέλης, εξακολουθεί να είναι ο δεύτερος πιο δημοφιλής πολιτικός αρχηγός μετά τον πρωθυπουργό και επανεξελέγη από το Συνέδριο μ' ένα υψηλότατο ποσοστό της τάξης του 82%. 
Αντίστοιχη πλειοψηφία είχε και η κεντρική θέση, που επικυρώθηκε απ' ευθείας από τους συνέδρους, για αυτόνομη κάθοδο της ΔΗΜΑΡ στις ευρωεκλογές, μαζί με μια συμμαχία δυνάμεων μη κυβερνητικών (ΠΑΣΟΚ) καθώς, όπως είπε ο Κουβέλης, «ο τρίτος πόλος ή θα είναι προοδευτικός ή δεν θα υπάρξει». Είναι επίσης σημαντικό που ένα κόμμα ξεκαθαρίζει με συνέδριο τις θέσεις του ως προς τις άμεσες εξελίξεις και τις επιδιώξεις του. Αυτό αλλάζει όλα τα δεδομένα στον «χώρο της Κεντροαριστεράς». Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι αντίστοιχες πιέσεις για κοινή κάθοδο στις ευρωεκλογές ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ έχουν πια εξαντλήσει τη δυναμική τους. 
Το «μπαλάκι» επιστρέφει στο ΠΑΣΟΚ και στους «58», που θα πρέπει τώρα να επανεκτιμήσουν μια κοινή κάθοδο ΠΑΣΟΚ και «58», που ως γνωστόν συναντάει αντιδράσεις και μέσα στο ΠΑΣΟΚ (ως προς τη μορφή και τις επιπτώσεις που θα έχει), αλλά και στον χώρο των «58», καθώς το πλαίσιο «ΠΑΣΟΚ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις» κάθε άλλο παρά ελκτική προοπτική είναι. 
Υπ' αυτή την έννοια, η ολοκλήρωση του Συνεδρίου της ΔΗΜΑΡ και οι αποφάσεις που πήρε με ευρύτατη πλειοψηφία διαμορφώνουν όρους επανατοποθετήσεων σ' όλο το φάσμα «των μνηστήρων της Κεντροαριστεράς». . . 

panpan@pegasus. gr

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Ερώτηση της Δημ.Αρ. για την ΣΕΚΑΠ







Σε συνέχεια προηγούμενης σχετικής ερώτησής μας, η απάντηση της οποίας εκκρεμμεί, επαναφέρουμε τα σημαντικά ζητήματα που προκύπτουν σχετικά με το μέλλον της Συνεταιριστικής Καπνοβιομηχανίας Ελλάδος (ΣΕΚΑΠ Α.Ε.) και των εργαζομένων της.
Από τον περασμένο Ιούλιο, όπου και ολοκληρώθηκε η σχετική διαγωνιστική διαδικασία, η ρωσική εταιρεία Donskoy Tabak JSC κατέχει το 84,54% της ΣΕΚΑΠ, αφού απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο (50,36%) της Συνεταιριστικής Καπνοβιομηχανίας που κατείχε η υπό ειδική εκκαθάριση ΑΤΕ, αλλά και το 34,18% που κατείχε η Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδος (ΣΕΚΕ Α.Ε.).
Με τη λήξη του διαγωνισμού και τη μεταβίβαση των μετοχών στην Donskoy Tabak JSC, ανακοινώθηκε από την ΑΤΕ ότι με βάση τους όρους της συμφωνίας «διασφαλίζεται η εξυγίανση και η ανάπτυξη της ΣΕΚΑΠ και διατηρούνται στο σύνολό τους οι θέσεις εργασίας» ενώ ο δεύτερος μεγαλομέτοχος, η ΣΕΚΕ, δήλωσε επίσης ότι από την πλευρά της στους όρους της συμφωνίας συμπεριέλαβε τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας, θέμα για το οποίο εξέδωσε και σχετικό Δελτίο Τύπου.
Στο διάστημα που ακολούθησε, δεν παρουσιάστηκε κανένα επενδυτικό πλάνο. Παρά τις αρχικές δεσμεύσεις, η Διοίκηση μέχρι στιγμής έχει προβεί στη απόλυση 5 εργαζομένων (εκ των οποίων οι 3 είναι τρίτεκνοι), έθεσε σε διαθεσιμότητα 11 εργαζόμενους, μετακινώντας τους στην ΒΙΟ ΑΒΕ (θυγατρική της ΣΕΚΑΠ που, σύμφωνα με δημοσιεύματα, οδηγείται σε κλείσιμο) και προέβη σε μειώσεις μισθών.

Οι εργαζόμενοι, αγωνιζόμενοι για την απρόσκοπτη συνέχιση της λειτουργίας της ΣΕΚΑΠ αλλά και την αξιοποίηση του 100% του υφιστάμενου προσωπικού από το νέο εργοδότη, αρνούνται κατηγορηματικά να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις εργασίας, και ζητούν να καταρτισθεί μια νέα επιχειρησιακή σύμβαση. Σημειώνεται ότι 14 εργαζόμενοι έχουν προσφύγει στη δικαιοσύνη, καταθέτοντας ασφαλιστικά μέτρα για τις απολύσεις και τη διαθεσιμότητα του προσωπικού. 

Δεδομένου ότι:
  • Οι απολύσεις, η διαθεσιμότητα και οι περικοπές μισθών, με σκοπό τη μείωση του μισθολογικού κόστους και τη διασφάλιση της κερδοφορίας της εταιρείας, καταπατούν τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων.
  • Ειδικά για τις μετοχές που κατείχε και μεταβίβασε η ΑΤΕ, θα έπρεπε να έχει γνωστοποιηθεί η συμφωνία καθώς η ΑΤΕ ήταν μια κρατική τράπεζα και τα έγγραφά της είναι δημόσια.

Με βάση τα παραπάνω ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί:
  1. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή της Donskoy Tabak JSC και ποιο ήταν το συνολικό ποσό που κατέβαλλε για την εξαγορά της ΣΕΚΑΠ;
  2. Τί προβλέπει η συμφωνία πώλησης των μετοχών της ΣΕΚΑΠ που κατείχε η ΑΤΕ, για το μέλλον της εταιρείας και των εργαζομένων;
  3. Σε τιμή πωλήθηκαν και με ποιους όρους οι μετοχές της ΣΕΚΕ;
  4. Υπήρξε μέριμνα από την πλευρά της κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και στην τελική συμφωνία,  για τους εργαζομένους και τα δικαιώματα τους; Τί προτίθεστε να κάνετε για να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων, να καταβληθεί το σύνολο των δεδουλευμένων τους και να αποφευχθούν οι απολύσεις;
Κατόπιν τούτων, ζητούμε όπως μας καταθέσετε:
  1. Το σύνολο των συμβάσεων και συμφωνιών που σύναψε το ελληνικό δημόσιο και αφορούν την ιδιωτικοποίηση της ΣΕΚΑΠ.
  2. Το πόρισμα του ειδικού εκκαθαριστή της ΑΤΕ για τη ΣΕΚΑΠ.

Οι βουλευτές που ερωτούν
Ασημίνα Ξηροτύρη – Αικατερινάρη
Κατερίνα Μάρκου
Θωμάς Ψύρρας

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Προσυνεδριακή συνέλευση και εκλογή συνέδρων για το 2ο Συνέδριο της Δημοκρατικής Αριστεράς











Την Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013 συγκεντρώθηκαν, με σημαντικό αριθμό συμμετεχόντων (και συμμετεχουσών), τα μέλη και οι φίλοι της Δημοκρατικής Αριστεράς στο Ξενοδοχείο Ορφέας στην Ξάνθη, για να συζητήσουν και αποφασίσουν επί των θέσεων του 2ου συνεδρίου της , που θα γίνει στην Αθήνα από 12 έως 15 Δεκεμβρίου και στην συνέχεια έγινε  εκλογή συνέδρων. 

Τις θέσεις παρουσίασαν οι σύντροφοι Παπαθανασίου, Ζορκάδης και Δέλκος. Ακολούθησε συζήτηση, προτάσεις και τοποθετήσεις , ψηφοφορίες επί των θέσεων και  οι εκλογές των συνέδρων.

Εκλέχθηκαν με αλφαβητική σειρά οι :

Γκαρμπούνης Χρήστος
Δελή Ιλμπάυ
Δέλκος Κώστας
Δουκέλης Γιάννης
Ευαγγελίδης Σίμος
Οικονομίδης Ρωμανός
Σπανού Μαρία.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Ασυγχώρητη επιπολαιότητα


του Ανδρέα Πετρουλάκη


Δεν γνωρίζω τίποτα για τις υποτιθέμενες σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες ούτε για την καταγγελία ότι ο Υπουργός Υγείας είναι όργανο πολυεθνικών. Δυστυχώς, ο δημόσιος διάλογος συνεχίζει και διεξάγεται όπως τον ξέραμε πάντα, άρα δεν έχουμε δει κανένα στοιχείο μέχρι στιγμής. Προς το παρόν, μου φαίνεται ανεμικό να χρηματίζεται η Αξιωματική Αντιπολίτευση με την τιμή του φτηνού χρόνου ραδιοφωνικής διαφήμισης, και συνωμοσιολογικού επιπέδου τα σενάρια για Υπουργό Υγείας όργανο των Εβραίων.
Αυτό που με απασχολεί εμένα είναι η ελαφρότητα σε ένα θέμα κεφαλαιώδους σημασίας. Και επειδή δεν μου αρέσει η τακτική των ίσων αποστάσεων ασφαλείας, λέω ευθέως ότι επικίνδυνα επιπόλαιη θεωρώ τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Για μια ακόμα φορά, κάνοντας αντιπολίτευση αυτοσκοπού, δεν παίρνει υπόψη του ότι η Δημόσια Υγεία είναι υπερβολικά ευαίσθητο θέμα για να σπεκουλάρει.
Είτε του αρέσει είτε όχι (και αν ποτέ γίνει κυβέρνηση θα του αρέσει σίγουρα) η επικράτηση των γενοσήμων στην αγορά του φαρμάκου σε ποσοστό τουλάχιστον διπλάσιο από αυτό που κατέχουν τώρα είναι και αναπόφευκτη και επιβεβλημένη. Και ως αριστερό κόμμα θα έπρεπε πρώτο να την επιζητεί. Και να ρίχνει το βάρος μόνον στους ελέγχους του ΕΟΦ για την ασφάλεια των γενοσήμων (εγχώριων και εισαγόμενων), τόσο ως προς τη δραστική ουσία όσο και ως προς τα έκδοχα, συμβάλλοντας στην εξοικονόμηση τουλάχιστον άνω των 40% της αξίας των φαρμάκων, υπέρ των ασθενών και των Ταμείων. Ακριβώς όπως κάνουν όλες ανεξαιρέτως οι χώρες της Δύσης, μεταξύ των οποίων αυτήν τη στιγμή κατέχουμε μάλλον την τελευταία θέση στη χρήση γενοσήμων.
Αντ΄ αυτών βρήκε άλλο ένα θέμα Δημόσιας Υγείας να κάνει μανιχαϊστική αντιπολίτευση. Το έχει κάνει και με την κατάσταση στο ΕΣΥ και με τις συγχωνεύσεις νοσοκομείων και με τον ΕΟΠΥΥ. Δεν μιλάει με όρους βελτίωσης-επιδείνωσης του συστήματος αλλά με όρους ζωής και θανάτου και αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Εξαπολύει διάφορα ανίδεα στελέχη του, με μόνη γνώση για τα θέματα τα κομματικά SMS προς χρήση πάνελ, τα οποία στήνουν ολομέτωπη ισοπεδωτική επίθεση χωρίς προτάσεις, χωρίς εξειδικεύσεις, χωρίς καν γνώση αυτών που πραγματικά πρέπει να καταγγείλουν. Επιθέσεις που συνοψίζονται στο «λαέ, τι να λέμε τώρα, όσο έχουμε μνημόνιο αν αρρωστήσεις κάτσε σπίτι σου και πέθανε μόνος σου, διαφορετικά σε περιμένει ένα δολοφονικό ΕΣΥ, ένας ανύπαρκτος ΕΟΦ, ένας γερμανοτσολιάς ΕΟΠΥΥ».
Δεν καταλαβαίνουν πόσο εγκληματικό είναι να βυθίζουν στην απελπισία ανθρώπους που έτσι κι αλλιώς βρίσκονται σε δύσκολη ή δραματική θέση; Δεν καταλαβαίνουν πως όταν μιλούμε για Δημόσια Υγεία οφείλουμε να είμαστε διπλά προσεκτικοί, καλά προετοιμασμένοι, ακριβείς και φειδωλοί; Δεν καταλαβαίνουν ότι ο εκμηδενισμός των Υπηρεσιών Υγείας του κράτους σκοτώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, που οι περισσότεροι δεν έχουν πού αλλού να απευθυνθούν, και η οποία εμπιστοσύνη έχει κατακτηθεί πολύ δύσκολα και εξ ίσου δύσκολα θα επανακτηθεί; Δεν καταλαβαίνουν ότι τη στιγμή που οι ίδιοι θα έρθουν να προτείνουν τα γενόσημα θα απευθύνονται σε έναν πληθυσμό πεισμένο απ΄ τους ίδιους ότι τα γενόσημα δολοφονούν; Και οι οποίοι από σήμερα κιόλας θα πληρώνουν από το υστέρημά τους αχρείαστα ακριβά πρωτότυπα;

από το protagon.gr
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Μια πολιτική για τους υδατικούς πόρους και το νερό

του Στάθη Κουρνιώτη


(Στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου της Δημ.Αρ.)

Το ελληνικό σύνταγμα δεν κάνει ιδιαίτερες αναφορές στους υδατικούς πόρους. Σε κανένα νομικό κείμενο δεν γίνεται σαφής αναφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των υδατικών πόρων της χώρας που περιλαμβάνουν εσωτερικά επιφανειακά ύδατα (λίμνες, ποτάμια), υπόγεια ύδατα, μεταβατικά ύδατα (εκβολές ποταμών) και παράκτια.
Οι υδατικοί πόροι αποτελούν φυσικούς πόρους και ως τέτοιοι θα πρέπει να ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο που μπορεί υπό προϋποθέσεις να επιτρέψει την εκμετάλλευσή τους για ιδιωτικό ή δημόσιο όφελος. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς θα πρέπει να κατοχυρωθεί συνταγματικά, στην επόμενη αναθεώρηση του συντάγματος.
Το ελληνικό κράτος δεν διέθετε ποτέ μια συνεκτική πολιτική διαχείρισης των υδατικών πόρων μέχρι την τελευταία δεκαετία, οπότε κλήθηκε να εφαρμόσει την Κοινοτική νομοθεσία, την Οδηγία πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΚ. Η ενσωμάτωσή της υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να προχωρήσει στη σύνταξη διαχειριστικών σχεδίων.
Στο πλαίσιο εφαρμογής της Κοινοτικής νομοθεσίας έχει δημιουργηθεί μια νέα δομή στη δημόσια διοίκηση. Ωστόσο, αυτή πάσχει από κακή στελέχωση, αδυναμία χρήσης νέων τεχνολογιών και ελλιπείς οικονομικούς πόρους που δεν επιτρέπουν να επιτελεσθεί έργο με συνέπεια. Σχεδόν όλοι οι υδατικοί πόροι της χώρας παρουσιάζουν διαχρονική χειροτέρευση. Δύο εμβληματικά παραδείγματα είναι ο Ασωπός και η λίμνη Κορώνεια. Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, η χώρα θα χάσει ένα τεράστιο οικολογικό πλούτο, θα διακινδυνεύσει την αγροτική της οικονομία και θα αυξήσει σημαντικά το κόστος ύδρευσης.

Οικονομική πολιτική για την διαχείριση των υδατικών πόρων
Το νερό χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για τρεις βασικές χρήσεις. Το περισσότερο καταναλώνεται στην άρδευση (85%). Για ύδρευση χρησιμοποιείται το 11% και στη βιομηχανία το 4%.
Το νερό είναι ένας ανανεώσιμος πόρος με την έννοια ότι το νερό που λαμβάνεται από υδατικούς πόρους αναπληρώνεται, με τις κατακρημνίσεις και τις εισροές από γειτονικές χώρες μέσω ποταμών. Ωστόσο, υπάρχει ένας ορισμένος ρυθμός αναπλήρωσης και όταν ο ρυθμός απόληψης από τους υδατικούς πόρους τον ξεπερνά, τότε το νερό παύει να είναι ανανεώσιμος πόρος. Αυτό ισχύει σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ αυτών στην Αττική και στο σύνολο των νησιών.  Όταν ο ρυθμός απόληψης ξεπερνά το ρυθμό αναπλήρωσης τότε απαιτούνται μέτρα για την προστασία της αειφορίας του υδατικού πόρου (κάτι που είναι διαφορετικό από το κόστος διαχείρισης του ίδιου του νερού). Αυτά τα μέτρα έχουν ένα κόστος και το κόστος θα πρέπει να καταβάλλεται από τους χρήστες που εκμεταλλεύονται τον υδατικό πόρο ως δικαιώματα χρήσης.
Το νερό που περιέχεται στους υδατικούς πόρους δεν είναι εμπόρευμα. Το νερό που φτάνει στο τελικό χρήστη και χρησιμοποιείται για ύδρευση, άρδευση και βιομηχανική χρήση είναι εμπόρευμα. Η τιμή του προκύπτει από το κόστος αειφορίας του υδατικού πόρου και από το κόστος διαχείρισης του ίδιου του νερού.
Το νερό άρδευσης πρακτικά έχει πολύ μικρό κόστος διαχείρισης. Ωστόσο, ακόμη και αυτό το μικρό κόστος δεν ανακτάται. Οι ΤΟΕΒ (τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων) έχουν οργανωθεί ως συνεταιρισμοί των ωφελούμενων από την άρδευση. Διαχρονικά παρουσιάζουν μεγάλα οικονομικά ελλείμματα εν μέρει λόγω της μη ανάκτησης του κόστους του νερού που παρέχουν στους αγρότες και εν μέρει λόγω οικονομικών ατασθαλιών ακόμη και αδιαφορίας στην είσπραξη των λογαριασμών. Οι εισφορές των αγροτών στους ΟΕΒ καθορίζονται εν μέρει ως στρεμματικές εισφορές και εν μέρει ως αρδευτικό τέλος που εξαρτάται από την πραγματική παροχή. Αυτή η κακή κατάσταση δεν επιτρέπει στους ΤΟΕΒ να παρέχουν επαρκή συντήρηση των υφιστάμενων δικτύων με αποτέλεσμα την απαξίωση τους και την κατασπατάληση του νερού. Η αγροτική παραγωγή αποτελεί μια οικονομική διαδικασία στην οποία δεν πρέπει να διατίθενται δωρεάν δημόσιοι πόροι, όπως άλλωστε και σε καμία άλλη οικονομική διαδικασία. Το κόστος που η άρδευση δεν καταβάλλει, δεν εξαφανίζεται αλλά καταβάλλεται από το δημόσιο, άρα από όλους τους έλληνες φορολογούμενους.
Το βιομηχανικό νερό ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική οικονομία. Οι βιομηχανίες που έχουν ανάγκη χρήσης σημαντικών ποσοτήτων νερού διαθέτουν δικά τους σημεία απόληψης, απαιτείται να διαθέτουν άδειες χρήσης νερού για συγκεκριμένες ποσότητες ετησίως και έχουν την ευθύνη απορρύπανσης του νερού που έχουν χρησιμοποιήσει πριν το επιστρέψουν στο περιβάλλον. Γενικά, ένας ιδιώτης που χρειάζεται νερό για μια μεταποιητική δραστηριότητα, πρακτικά δεν ελέγχεται ούτε για την ποσότητα ούτε για την ποιότητα του. Το νερό που χρησιμοποιείται στη μεταποίηση θα πρέπει να κοστολογείται και να πληρώνονται στο δημόσιο δικαιώματα χρήσης.
Στην ύδρευση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι το κόστος διαχείρισης διαμορφώνεται τόσο από τις απαιτούμενες διαδικασίες προεπεξεργασίας όσο και από τη διαδικασία καθαρισμού του νερού μετά τη χρήση, δηλαδή, τα συστήματα αποχέτευσης και τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. Στην αποχέτευση περιλαμβάνεται και η αστική αντιπλημμυρική προστασία. Η διαχείριση του νερού ύδρευσης γίνεται για την Αττική και τη Θεσσαλονίκη από τις εταιρίες ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ αντίστοιχα που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και έτσι είναι εν μέρει ιδιωτικές, αν και η πλειοψηφία των μετοχών τους ανήκει στο Δημόσιο. Και οι δύο εταιρίες αποτελούν μονοπώλια. Το κράτος τους έχει εκχωρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα ύδρευσης των περιοχών που δραστηριοποιούνται. Είναι ουσιαστικά οι μόνες εταιρίες ύδρευσης στην Ελλάδα που ανακτούν πλήρως το κόστος του νερού που παρέχουν. Στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις λειτουργούν Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) οι οποίες ελέγχονται αποκλειστικά από τους Δήμους. Οι ΔΕΥΑ διοικούνται από Διοικητικό Συμβούλιο που ορίζεται από το Δημοτικό Συμβούλιο. Σε κάθε ΔΕΥΑ προΐσταται ένας Γενικός Διευθυντής που προσλαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο σχεδόν εν λευκώ. Οι ΔΕΥΑ διαχειρίζονται και την αποχέτευση ενώ σύμφωνα με το νόμο μπορούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε τομείς όπως η τηλεθέρμανση, το φυσικό αέριο, οι ΑΠΕ και η εμφιάλωση και εμπορία νερού. Ο τρόπος οργάνωσης των ΔΕΥΑ τις έχει μετατρέψει σε εν δυνάμει πολιτικό όπλο του εκάστοτε δημάρχου. Οι περισσότερες ΔΕΥΑ παρουσιάζουν οικονομικά ελλείμματα καθώς και αδυναμία να χρηματοδοτήσουν νέα έργα. Σε αυτή την αδυναμία οφείλεται το μεγάλο ποσοστό απωλειών των δικτύων. Οι ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ και οι ΔΕΥΑ ακολουθούν σχεδόν την ίδια τιμολογιακή πολιτική που περιλαμβάνει κλιμακωτή χρέωση ανάλογα με την καταναλισκόμενη ποσότητα και το είδος χρήσης.
Στο πλαίσιο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα μπορούσε να εξεταστεί η περίπτωση τα φτωχότερα νοικοκυριά να έχουν δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης με βάση αντικειμενικά οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια.  
Τελευταία συζητείται η συνολική ιδιωτικοποίηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ. Κάποιες μεγάλες πόλεις στην Ευρώπη ιδιωτικοποίησαν την ύδρευση κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, δημιουργήθηκαν προβλήματα και ακολουθείται πλέον η αντίστροφη διαδικασία. Το καλύτερο θα ήταν ένα μικτό σύστημα όπου η ιδιωτική οικονομία και το δημόσιο θα συνεργάζονται για την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας ύδρευσης και αποχέτευσης. Η πλήρης ιδιωτικοποίηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ δεν θα προσέφερε κάτι άλλο εκτός από ένα σχετικά μικρό οικονομικό τίμημα, ωστόσο η μερική ιδιωτικοποίηση των μεγαλύτερων ΔΕΥΑ κατά το πρότυπο της ΕΥΔΑΠ, θα άλλαζε εντελώς τον τρόπο λειτουργίας τους και θα τις έκανε περισσότερο αξιόπιστες και οικονομικά βιώσιμες.


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Τί είναι, λοιπόν, και τι θέλει η πρωτοβουλία των 5 Δημάρχων.


του Παύλου Σκοτινιώτη





Η πρώτη, άκρως επιτυχημένη, δημόσια εκδήλωση της «πρωτοβουλίας των 5 Δημάρχων» στο Βόλο, τροφοδότησε εκτεταμένες αναφορές και ιδιαίτερα θετικά σχόλια. Όπως ωστόσο ήταν αναμενόμενο, δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι αντιδράσεις, προερχόμενες κατά βάση από δυνάμεις παγιδευμένες σε στερεότυπα του παρελθόντος, που  επιμένουν να δίνουν μάχες οπισθοφυλακής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η όποια κριτική ασκήθηκε στην «πρωτοβουλία των 5», δεν ασκήθηκε  από τη σκοπιά της ανάγκης για ακόμη πιο ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πλαίσιο. Ασκήθηκε, αντίθετα, από τη σκοπιά της συντηρητικής, επί της ουσίας, άποψης, που αντιλαμβάνεται την Τοπική Αυτοδιοίκηση σαν εκτελεστικό βραχίονα της κομματικής στρατηγικής και όχι με τη διττή της υπόσταση,  δηλαδή ως αναπόσπαστο μέρος του ενιαίου συστήματος διακυβέρνησης της χώρας, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και ταυτόχρονα, ως κορυφαίο θεσμό της κοινωνίας πολιτών.

Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως όταν κάναμε τα πρώτα βήματα της «πρωτοβουλίας των 5 δημάρχων», δεν μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την απήχηση και τη δυναμική που θα αποκτούσε. Ενδεχομένως να έπαιξε σ’ αυτό ρόλο το γεγονός ότι οι απόψεις και οι προτάσεις που διατυπώνουμε, είναι βγαλμένες όχι από γενικές θεωρητικές αναζητήσεις, αλλά από την πολύτιμη εμπειρία της καθημερινής διοίκησης, την εμπειρία της καθημερινής εφαρμοσμένης πολιτικής, τη δύσκολη και πολυσύνθετη πραγματικότητα της κρίσης που με οδυνηρό τρόπο βιώνουν οι συμπολίτες μας. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν διστάζουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς περιστροφές, στρογγυλέματα και μισόλογα. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο μόνος τρόπος για να αναζωογονηθεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και για να λειτουργήσει ως παράγοντας ανάταξης της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική και τους δημοκρατικούς θεσμούς, καθώς και ως παράγοντας ενότητας και συνοχής των τοπικών κοινωνιών.

Τι είναι, λοιπόν, και τι επιδιώκει η «πρωτοβουλία των 5»; Εντελώς 
επιγραμματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «πρωτοβουλία των 5» είναι μια πολιτική παρέμβαση  με στόχο η τοπική αυτοδιοίκηση να βρει το λόγο της ύπαρξής της, δηλαδή να γίνεικαι τοπική και αυτοδιοίκηση. Και για να γίνουμε πιο σαφείς: η κυβέρνηση μεταχειρίζεται την τοπική αυτοδιοίκηση σαν μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Εμείς, αντίθετα, θεωρούμε ότι η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί και πρέπει να γίνει μέρος της λύσης του και αιχμή της ανασυγκρότησης της χώρας.Η μεγάλη πρόκληση  για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, είναι να διαδραματίσει ενεργό και δημιουργικό ρόλο στο  Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που έχει ανάγκη η Ελλάδα, το οποίο θα υπερβαίνει τη μνημονιακή εποχή. Η μεγάλη πρόκληση, τελικά, για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι  να αποτελέσει πόλο δημοκρατικής ανασυγκρότησης, κοινωνικής ευθύνης και μεταρρυθμιστικής προοπτικής, που θα οριοθετείται σαφώς από τις αντι-αυτοδιοικητικές κυβερνητικές πολιτικές, την αντι-μεταρρύθμιση, την ακινησία,  τη στασιμότητα και τον λαϊκισμό.

Θα  πρέπει, ωστόσο, να κάνουμε κάποιες θεμελιακές επισημάνσεις, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση. Εμείς δεν υιοθετούμε την απλουστευτική αντίληψη, που θεωρεί ότι εξ ορισμού υπάρχει η «καλή αυτοδιοίκηση» και το «κακό κράτος». Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην τοπική αυτοδιοίκηση, μιλάμε, εντελώς συνοπτικά:

- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση που θα βάλει τέλος σε αντιλήψεις και πρακτικές του παρελθόντος που την οδήγησαν σε βαθιά κρίση και πολιτική αναξιοπιστία. Που θα λειτουργεί με απόλυτη προσήλωση στις αρχές της σύγχρονης δημόσιας διοίκησης, της νομιμότητας, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας.

- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση που θα υπηρετεί αταλάντευτα το στόχο για ισχυρό δίχτυ κοινωνικής προστασίας και αλληλέγγυου εθελοντισμού, βιώσιμη ανάπτυξη, υπεράσπιση του δημόσιου χώρου, βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών προς τον πολίτη και για ανοιχτές, ανεκτικές και εξωστρεφείς πόλεις,  με σταθερό μέτωπο ενάντια στη βία με όποιο πολιτικό προκάλυμμα κι αν εμφανίζεται, την ανομία, τη μισαλλοδοξία, το ρατσισμό, τον φασισμό και τον νεοναζισμό.

- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση ανεξάρτητη και χειραφετημένη από κάθε κυβερνητικό και κομματικό εναγκαλισμό, η οποία θα απελευθερώνει και θα εκφράζει το ολοένα και ισχυρότερο μεταρρυθμιστικό δυναμικό που,  μαζί με την οργή και την απογοήτευση,  συσσωρεύει  η ελληνική κοινωνία, διαμορφώνοντας ευρύτερες συμπράξεις και συναινέσεις για βιώσιμες πόλεις και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.

Πρέπει να κάνουμε και κάτι ακόμη απολύτως σαφές: η πρωτοβουλία μας σηματοδοτεί μεν ένα πεδίο αυτοδιοικητικής και κοινωνικής συναντίληψης,δεν αποσκοπεί όμως στη συγκρότηση παράταξης, λειτουργεί προωθητικά και όχι σε αντιπαράθεση με την ΚΕΔΕ, δεν επιδιώκει την εμπλοκή μας στην κεντρική πολιτική σκηνή και δεν υπηρετεί προσωπικούς στόχους. Είναι, δε, μια πρωτοβουλία που δεν πηγάζει από κάποια φωτισμένη ελίτ, αλλά από δημάρχους που ζουν την πόλη τους καιβιώνουν τη βασανιστική καθημερινότητα των συμπολιτών τους. Γι’ αυτό και ξεκινήσαμε  τον κύκλο των παρεμβάσεών μας από την  κοινωνική πολιτική, αφού η βαθιά και παρατεταμένη κρίση που διαβρώνει όλο και περισσότερο τον κοινωνικό ιστό των τοπικών κοινωνιών,   μεταβάλλει άρδην τον ρόλο και τις προτεραιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης
Στην ημερίδα του Βόλου παρουσιάστηκαν καλές πρακτικές των πέντε Δήμων στο ευαίσθητο τομέα της κοινωνικής προστασίας, διατυπώθηκαν καινοτόμες ιδέες και αναδείχθηκε η ανάγκη για ριζική ανακατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και πόρων μεταξύ του κεντρικού κράτους και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μετά την κατάρρευση του παραδοσιακού, συγκεντρωτικού κοινωνικού μοντέλου. Βασικό συμπέρασμα της ημερίδας είναι ότι επιβάλλεται πλέον να περάσουμε από την ελεημοσύνη και το κρατικό επίδομα, στην αλληλεγγύη και την εξατομικευμένη κάλυψη των αναγκών του πολίτη σε τοπικό επίπεδο.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Δημοτικές εκλογές-Αρχές και πλαίσιο








Η οικονομική –και όχι μόνον- κρίση που διανύει η χώρα ανέδειξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ανάγκη για νέο προσανατολισμό στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο δήμος των «πιστοποιητικών» της μεταπολιτευτικής περιόδου και της «αποκομιδής των απορριμμάτων» είναι επιβεβλημένο να έχει παρουσία και λόγο σε όλους τους τομείς –σε τοπικό επίπεδο- που στοχεύουν στην βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη.   

Έχουμε μια κρατικοδίαιτη, άρα και ελεγχόμενη αυτοδιοίκηση και αυτό δεν είναι  αποτέλεσμα μόνο των προθέσεων της κεντρικής διοίκησης , που “φορτώνει” μεν αρμοδιότητες την Τ.Α. αλλά αρνείται να εκχωρήσει και τα μέσα για την άσκησή τους, αλλά και δικών της επιλογών και αδυναμιών.
Από την άλλη πλευρά, αυτό που με στόμφο επαναλαμβάνεται από τους αιρετούς και τα όργανα της αυτοδιοίκησης: «μεταφορά αρμοδιοτήτων και πόρων», συνήθως δεν είναι ειλικρινές. Μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί το αντίθετο. Οι δήμοι δεν μπορούν και δεν θέλουν να εισπράττουν άμεσα φόρους και τέλη από τους ψηφοφόρους τους… Το πρόβλημα είναι ακόμη ποιο έντονο στους μικρούς ΟΤΑ, οι οποίοι έχουν και πραγματικό πρόβλημα στο να οργανώσουν ανάλογους μηχανισμούς είσπραξης εσόδων αφενός και αφετέρου να δημιουργήσουν φορολογική συνείδηση στους δημότες και κατοίκους τους.

Η συνεχώς μειούμενη  τακτική επιχορήγηση των ΟΤΑ (ΚΑΠ) , που στην περιοχή μας αγγίζει το 48% του ποσού του Δεκέμβρη του 2010, τονίζει με εμφαντικό τρόπο το οικονομικό πρόβλημα.
Η οικονομική αυτοτέλεια λοιπόν δεν μπορεί να συνιστά απλώς αίτημα. Σημαίνει πρώτιστα ανάληψη ευθύνης και απαίτηση νέου ρόλου της Τ.Α.

Η επιτάχυνση της δημιουργίας και λειτουργίας κοινωνικών δομών, που ξεκίνησε από το «πρόγραμμα Καποδίστριας» και ολοκληρώθηκε με τον «Καλλικράτη» με τη σημαντική συμβολή των  Ευρωπαϊκών πόρων, έκλεισε έναν κύκλο. Η λογική που επεκράτησε ήταν «αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων…» με αποτέλεσμα αλληλοεπικάλυψη, έλλειψη συνέργειας και βιωσιμότητας και εν κατακλείδι χαμηλότερου επιπέδου υπηρεσίες από το αναμενόμενο.

Οι δομές αυτές που συνεχίζουν να υφίστανται και να καλύπτουν ανάγκες των πολιτών και ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, πρέπει να αναβαθμιστούν από τους δήμους,καλύπτοντας την απουσία κοινωνικού κράτους. Ο τομέας αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός σε μια χωρική ενότητα με έντονο το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού και της «πολυπολιτισμικότητας».

Ουσιαστικές κοινωνικές δομές λοιπόν με συνέχεια και συνέργεια και όχι απλά φιλανθρωπία από τους Δήμους.

Πολλά χρήματα δαπανήθηκαν σε αμφιβόλου ποιότητας «πολιτιστικές εκδηλώσεις» και μέσω επιχειρήσεων- πολιτιστικών- που ο όρος επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν γι αυτές άγνωστος! Οι επιχειρήσεις αυτές- συχνά καλούμενες αναπτυξιακές- δημιουργήθηκαν με σκοπό την εύκολη διαχείριση χρήματος, πράγμα που δεν επέτρεπε το «δυσλειτουργικό» λογιστικό των Δήμων και Κοινοτήτων. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις αυτές αξιοποιήθηκαν καταχρηστικά για προσλήψεις, με αποτέλεσμα να «φορτωθούν» οι Δήμοι, αν όχι ακατάλληλο, τουλάχιστον, υπεράριθμο προσωπικό… και να παρουσιάζουν –συχνά- παντελή έλλειψη στελεχιακού δυναμικού!

Δραστηριότητα των δήμων, λοιπόν και σε επιχειρηματική βάση, αλλά με σαφή κριτήρια βιωσιμότητας και στόχο την κάλυψη αναγκών των πολιτών.


Στους ΟΤΑ υπήρξαν φαινόμενα σπατάλης και διαφθοράς. Και όσον αφορά το πρώτο, η λογική που επικρατούσε στην πλειονότητα των αιρετών, ήταν λογική του καταναλώνουμε τους πόρους, χωρίς να σκεφτόμαστε το μέλλον, γιατί τι θα κάνει το κράτος «θα δώσει…».

Σήμερα επειδή οι κρουνοί έχουν στερέψει και η Ε.Ε. μας αμφισβητεί –και όχι εν αδίκω- χρειάζεται ανασχεδίαση των δομών και αξιοποίηση των όποιων πόρων, με ιδιαίτερη σύνεση και εξορθολογισμό των δαπανών. 

Η Κεντρική Κυβέρνηση- με εργαλεία, όπως το Παρατηρητήριο- προσπαθεί να οδηγήσει  τα οικονομικά των ΟΤΑ σε μία ορθολογική διαχείριση και αυτό είναι αναγκαίο. Όμως δεν είναι δυνατόν να ζητά κανείς από τους αιρετούς άρχοντες να λειτουργήσουν ως «επιχειρηματίες» και ταυτόχρονα να τους θέτει υπό επιτήρηση.

Οι πολλαπλοί και πολυεπίπεδοι έλεγχοι- που φτάνουν στα όρια της αμφισβήτησης του αυτοδιοικητικού ρόλου των ΟΤΑ- δεν μπορούν, από μόνοι τους, να δώσουν λύσεις για εύρυθμη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτή μπορεί να έρθει μόνο από μια ευρεία συναίνεση και πλατειά εκπροσώπηση, με στόχο τη σύνθεση ιδεών και σκοπό έναν Δήμο ικανό που θα δίνει λύσεις και θα αντιμετωπίζει τον Δημότη ως μονάδα και ως σύνολο.   

Για την ΔΗΜΑΡ αυτό είναι το περιεχόμενο του αυτοδιοικητικού χαρακτήρα των ερχόμενων εκλογών και γιαυτό η επιδίωξη να μετατραπούν οι αυτοδιοικητικές εκλογές σε δημοψήφισμα υπέρ της μιάς ή της άλλης πολιτικής, υπηρετεί μιά στενά κομματική λογική, με την οποία είμαστε αντίθετοι.

Αντίθετα, με βάση τα παραπάνω οι αυτοδιοικητικές εκλογές πρέπει να αποτελέσουν:
α)Πεδίο προτάσεων γιά την μεταρρύθμιση και την ενίσχυση των αυτοδιοικητικών θεσμών.
β)Να ενισχύσουν τη δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών.
γ)Να αναδείξουν τους Δημάρχους και τα Δημοτικά Συμβούλια, που θα διαχειρισθούν με τον καλύτερο τρόπο τις τοπικές υποθέσεις, θα συμβάλλουν στην στήριξη των πολιτών που πλήττονται ιδιαίτερα από την κρίση καθώς και στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους.
δ)Αρχή για να περάσουμε από την εποχή του δημότη-πελάτη στον δημότη-υπεύθυνο και συμμέτοχο στα τεκταινόμενα και στις ανάγκες του δήμου.

Η ΔΗΜΑΡ επιλέγει να ενισχύσει ενωτικές και αυτόνομες τοπικές πρωτοβουλίες και να βοηθήσει στην διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

 Η Νομαρχιακή Επιτροπή
της Δημοκρατικής Αριστεράς Ξάνθης







Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ Ν.Ε. ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΞΑΝΘΗΣ





Τις τελευταίες μέρες η κοινωνία και οι θεσμοί της ανακάλυψαν του τσιγγάνους. Τους γύφτους. Αφορμή μια τυχαία ανακάλυψη παραβατικότητας, με χαρακτηριστικά ανθρωπομετρικών προτύπων , απεκάλυψε ότι κάθε άλλο παρά η κοινωνία μας έγινε πιο ανεκτική και ανοιχτή σε συνανθρώπους που ζουν δίπλα μας δεκαετίες. Ανοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και αρχές και ΜΜΕ δίπλα-δίπλα δίνουν μια σύντομη παράσταση καταστολής και "ανάλυσης" του φαινομένου. Οι συνοικίες και οι καταυλισμοί των Ρομά γίνονται πεδίο εφαρμογής των νόμων καταστολής, πριν προφτάσουν να φτάσουν εκεί οι της διαχείρισης των προβλημάτων και της αντιμετώπισης τους.
 
 Η κοινωνία και οι θεσμοί της με υποκριτικό τρόπο μέχρι σήμερα προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της διαβίωσης των Ρομά, μια διαβίωση που κινείται έξω από τα παραδεδεγμένα πρότυπα και η προσπάθεια ενσωμάτωσης τους (με ότι εννοεί ο καθένας με αυτήν την λέξη),αποδείχτηκε μαι διαδικασία γραφειοκρατική, θεωρητική, νεφελώδης  και σε πολλές περιπτώσεις ,κατασπατάλησης χρημάτων που δόθηκαν από την ΕΕ, σε αλλότριους, από τους συγκεκριμένους σκοπούς. 

Οι Ρομά, είναι μια sui generis κοινωνία, η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται μέσα στα πλαίσια της ιδιαιτερότητας της και να στηριχθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι ανάγκες των ανθρώπων είναι οι ίδιες για όλους και το σύνταγμα καλύπτει τους πάντες. Η παραμονή των Ρομά στο περιθώριο, "διευκολύνει" τους αλιείς ψήφων που χειραγωγούν έτσι και με την βοήθεια πολλές φορές δικών τους ηγητόρων, ολόκληρα κομμάτια πληθυσμού και τα κατευθύνουν όπου θέλουν.

Η Δημ.Αρ. θεωρεί ότι όλοι έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις στον ίδιο βαθμό και δεν είναι ούτε το χρώμα του δέρματος τους, ο τρόπος ζωής τους και η γλώσσα τους, που τους διαχωρίζει από τους υπόλοιπους.
Το αποτέλεσμα το βλέπουμε χρόνια τώρα. Τα γκέτο δεν είναι η απάντηση μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Χρειάζεται ειλικρίνεια και υπέρβαση των καθιερωμένων προτύπων. Η παραβατικότητα αυτής της κοινωνικής ομάδας συναρτάται με το καθεστώς της απόλυτης περιθωριοποίησης της, της τεράστιας ένδειας, της αθλιότητας των συνθηκών διαβίωσης και του κυνηγητού που υφίστανται.

Ν.Ε. της Δημ.Αρ. Ξάνθης

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ Ν.Ε. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΞΑΝΘΗΣ




Ο θάνατος του 25χρονου Ραχίλ Ζία από το Πακιστάν στο κέντρο "φιλοξενίας" μεταναστών της Ξάνθης, επαναφέρει με βίαιο τρόπο το θέμα της αντιμετώπισης της μετανάστευσης , που προς το παρόν δεν έχει αποδώσει κανένα αποτέλεσμα. Το αντίθετο παρατείνεται μια κατάσταση εγκλεισμού και μετατροπής σε αδίκημα διαρκείας , που αναιρεί την παραδεδεγμένη διεθνώς αντιμετώπιση της.

Αποδεικνύεται ότι τα "κέντρα φιλοξενίας" κάθε άλλο παρά τέτοια είναι, έχουν μετατραπεί σε στρατόπεδα εγκλεισμού και με αργόσυρτες διαδικασίες η γραφειοκρατία αδυνατεί να διεκπεραιώσει σε λογικό χρόνο τις διατυπώσεις επαναπροώθησης ή νομιμοποίησης.

Η Δημοκρατική Αριστερά  θεωρεί ότι το ζήτημα της μετανάστευσης πρέπει να αντιμετωπισθεί συνολικά, όχι με καταστολή και εγκλεισμό και θα πρέπει οι κυβερνήσεις να αντιληφθούν ότι με περιχαράκωση της Ευρώπης δεν αποτρέπεται η εισροή προσφύγων.
. Η Λαμπεντούζα και η Μεσόγειος  γεμίζει πτώματα ανθρώπων, που ψάχνουν ένα καλύτερο μέλλον, δεν είναι η καλύτερη απάντηση από μια Ευρώπη των δικαιωμάτων και της φιλοξενίας.

Τα κονδύλια της ΕΕ δεν μπορούν να εξαντλούνται στα "κέντρα φιλοξενίας" Απαιτείται η αναθεώρηση της συμφωνίας του Δουβλίνου και  μια καλύτερη κατανομή των προσφύγων στην χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Θα πρέπει να θεσπισθεί προσωρινή άδεια εργασίας γιά όσους εργάσθηκαν κάποια χρόνια στην Ελλάδα, όπως και η κύρωση της διεθνούς σύμβασης γιά την προστασία των εργαζομένων μεταναστών και των οικογενειών τους, γιατί και με αυτόν τον τρόπο η πολιτεία μπορεί να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση της ρατσιστικής βίας στην χώρα μας.

Ας δόσουμε την ευκαιρία στους ανθρώπους αυτούς,από στοιχείο εκμετάλλευσης και απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής,να γίνουν  παράγοντες ανασυγκρότησης και αντιστροφής του υφεσιακού κλίματος.

Ολοι έχουν μια θέση σ αυτόν τον πλανήτη.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Τι πρέπει να γίνει και πως να το κάνουμε.



του Σπύρου Λυκούδη

Η πρωτοβουλία των 58, όπως κι αν σχολιάστηκε, δηλαδή θετικά ή αρνητικά, αναποδογύρισε την πολιτική κλεψύδρα. Ο χρόνος για την ανασυγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού τρέχει και θα διατρέξει όλον τον πολιτικό χάρτη. Δεν μπορεί κανείς να αδιαφορήσει, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί.
Η συζήτηση που άνοιξε θέτει ξανά τους δημοκράτες αριστερούς μπροστά στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει και πώς να το κάνουμε». Το συνηθισμένο ερώτημα «ποιος ωφελείται» είναι σημαντικό αλλά παραπλανητικό, αν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης της πολιτικής δράσης. Διότι εύλογα το ΠαΣοΚ θα τοποθετείται διαρκώς θετικά σε όλες τις προσπάθειες αναδιαμόρφωσης της πολιτικής παρουσίας του για να αποσείσει τις αμαρτίες του παρελθόντος του. Και εξίσου εύλογα η ΔΗΜΑΡ, που δεν άσκησε λαϊκίστικη πολιτική, δεν διαθέτει πελατειακό παρελθόν και δάνεια, πολιτικά και άλλα, θα αντιμετωπίζει επιφυλακτικά την πιθανότητα της πολιτικής συνάντησής της με το ΠαΣοΚ.
Συνεπικουρεί σ’ αυτό και η διαρκής αλαζονεία της εξουσίας που επεδείκνυε 30 χρόνια τώρα το ΠαΣοΚ απέναντι στην ανανεωτική Αριστερά. Αναμενόμενη λοιπόν η αντίδραση των δύο κομμάτων. Απογοήτευσε κάποιους αλλά δεν εξέπληξε κανέναν.
Η Δημοκρατική Αριστερά υπηρετεί από τη γέννησή της τον στρατηγικό στόχο της ανασύνταξης και πρωταγωνιστικής παρουσίας της ευρύτερης σύγχρονης σοσιαλιστικής Αριστεράς στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Αυτό απαντά στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος «τι πρέπει να γίνει».
Στο δεύτερο, «πώς να το κάνουμε», υπάρχουν πολλές δυσκολίες, αλλά υπάρχει και η βεβαιότητα της διάψευσης όποιου επαναπαυθεί πιστεύοντας πως έχει την πολυτέλεια είτε να χειραγωγεί, να «καπελώνει» δηλαδή την όποια προσπάθεια, είτε να την προσπερνά.
Προσωπικά διατύπωσα, εντός και εκτός κομματικών οργάνων, τη θέση ότι οι συνθήκες στη χώρα μας απαιτούν να βάλουμε στην άκρη τους ηγεμονισμούς και τους αποκλεισμούς. Και αυτό ισχύει και για το ΠαΣοΚ και για τη ΔΗΜΑΡ. Αυτό που χρειάζεται είναι πολιτικές οριοθετήσεις και στρατηγικού χαρακτήρα ορίζοντας με δεσμευτική προγραμματική διαδικασία. Οι διαφορές του κόμματός μου με τις άλλες δυνάμεις μέσα σε αυτό το ευρύ δημοκρατικό σοσιαλιστικό ρεύμα είναι πολλές, πολιτικές, αξιακές και ιστορικές. Δεν έχουμε ωστόσο μόνο διαφορές. Εχουμε και κοινά προβλήματα που δεν κρύβονται. Η εικόνα και ο λόγος μας δεν συνεπαίρνουν τους νέους πολίτες. Δυσκολευτήκαμε, και εν πολλοίς αποτύχαμε, να δώσουμε τη διάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της τρικομματικής κυβέρνησης.
Από την άλλη πλευρά, μην ξεχνάμε επίσης ότι στον ριζοσπαστικό ακτιβισμό του ΣΥΡΙΖΑ ασφυκτιούν και δυνάμεις νηφάλιες και σοβαρές που πρέπει να μας ενδιαφέρουν.
Χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο παραγωγής και αναδιανομής του πλούτου. Που θα συνθέτει αντί να διαιρεί, με την προοπτική να γίνουμε ευρωπαϊκό κράτος με αυτοπεποίθηση, αποκαθιστώντας την κοινωνική δικαιοσύνη και το κράτος πρόνοιας, ενθαρρύνοντας τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου μας, οικοδομώντας θεσμούς και σχέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οδηγεί και σε διόρθωση λαθών και αμαρτιών της Μεταπολίτευσης, άρα απαιτεί μιαν έντιμη και θαρραλέα αυτοκριτική από εκείνους που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τις προηγούμενες δεκαετίες.
Αλλιώς ούτε τον λαϊκισμό ούτε την αμετροέπεια ούτε τον εκφασισμό της κοινωνίας θα αντιμετωπίσουμε.
Οι πρωτοβουλίες διανοουμένων, αυτοδιοικητικών και κοινωνικών παραγόντων προσφέρουν εχέγγυα επικοινωνίας που τα κόμματα μόνα τους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν. Είναι η προσπάθεια, η γλώσσα και το ήθος της οποίας αγγίζει αυτό που ο Γραμματικάκης αποκάλεσε «επανάσταση των σιωπηλών» τον Φεβρουάριο του 2011. Τον δημιουργικό κόσμο που απομακρύνεται από τα κόμματα αλλά όχι από την πολιτική, τη νεότητα που δεν προσδοκά δικαίωση μέσω φλυαριών περί ανατροπής αλλά μέσω των πραγματικών δημιουργικών ρήξεων.
Οι παρεμβάσεις κοινωνικών δυνάμεων για την ανασυγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού ας μην εξαντλούνται στην έκκληση προς τις πολιτικές ηγεσίες. Ας επιχειρηθεί να αποκτήσει η προσπάθεια χαρακτηριστικά που δεν έχουν οι κομματικές επετηρίδες και οι κατά παραγγελία συλλογικότητες. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει δυναμισμό μεγαλύτερο από παλαιότερες κινήσεις καθώς είναι δεδομένη η ανάγκη των πολιτών για έναν αξιόπιστο σύνδεσμο ανάμεσα στην αξιοσύνη και στην αξιοπιστία, ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια των προσώπων και στην αποτελεσματικότητα των ασκούμενων πολιτικών.
Αυτά τα στοιχεία η Δημοκρατική Αριστερά στον δρόμο προς το συνέδριό της πιστεύω ότι θα τα εκτιμήσει με νηφαλιότητα. Και ελπίζω την ίδια νηφαλιότητα να επιδείξουν όλοι αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της φάσης που περνάμε. Διότι, αν κάποιοι βιαστικά την προσπεράσουμε μεμψιμοιρώντας επειδή μας δυσκολεύει ή κάποιοι άλλοι την πνίξουν στην αγάπη της χειραγώγησης επειδή τους διευκολύνει, ο νέος αδιέξοδος δικομματισμός θα τρίβει τα χέρια του.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής 20/10/2013

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΜΥΝΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι της σημερινής εκδήλωσης
Αγαπητοί φίλοι
Αφού ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές θα ήθελα να εστιάσω σε τρία σημεία, προσπαθώντας να αποφύγω επαναλήψεις και επικαλύψεις σε σχέση με τα όσα πολύ ενδιαφέροντα λέχθηκαν από τους προλαλήσαντες εκλεκτούς ομιλητές:
Πρώτο σημείο:
·        Πως απαντά η Δημοκρατία στις προκλήσεις για βίαιη κατάλυσή της;
Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι απλή:
Η δημοκρατία είναι ένα ανεκτικό πολίτευμα, το πλέον ανεκτικό απέναντι στους εχθρούς της, και αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο συγκριτικό της πλεονέκτημα σε σχέση με όλα τα άλλα. Ανέχεται, ειδικότερα, κάθε κριτική, ακόμη και την πλέον ριζοσπαστική ή ανατρεπτική, χωρίς να ποινικοποιεί και να διώκει τις αντίθετες απόψεις και φωνές αλλά και χωρίς να  περιχαρακώνεται αυτάρεσκα σε κατεστημένες αρχές και αντιλήψεις, κλείνοντας τα μάτια ή βάζοντας το κεφάλι στην άμμο σε σχέση με τις κοινωνικές και πολιτικές αμφισβητήσεις. Η δημοκρατία οργανώνει την νομιμοποίηση, την άσκηση και τον έλεγχο της εξουσίας αλλά δεν αποκλείει και τον αντιεξουσιαστικό λόγο, αρνούμενη ιδίως να ενδώσει στον καθεστωτισμό και τον αυταρχισμό. Και αυτό βέβαια επιβάλλεται, ακόμη περισσότερο, σήμερα, με δεδομένο ότι η κρίση έχει κλονίσει συνθέμελα  όλες σε παγιωμένες βεβαιότητες, επιβάλλοντας αναστοχασμό και περισυλλογή.
Ωστόσο, η δημοκρατία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι ασθενές πολίτευμα. Η αμφισβήτηση και η κριτική έχουν ορισμένα απαρέγκλιτα όρια, που αφορούν την ίδια την αυτοπροστασία της απέναντι στους εχθρούς της. Όταν λέμε αυτοπροστασία, δεν εννοούμε βέβαια, θα το επαναλάβω, ούτε το πολιτικό σύστημα καθεαυτό ούτε, ακόμη περισσότερο, τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις που το υπηρετούν. Εννοούμε, όμως, σε κάθε περίπτωση, το πλαίσιο των θεσμών και των διαδικασιών που οριοθετούν την οργάνωση της πολιτικής ζωής με βάση τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της πολυφωνίας, σε ευθεία συνάρτηση, βέβαια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και με την αρχή του κράτους δικαίου.
Όταν λοιπόν οι προκλήσεις απέναντί της αγγίζουν αυτόν τον σκληρό πυρήνα, η δημοκρατία μπορεί και οφείλει να απαντήσει. Και έχει τη δύναμη να απαντήσει. Πρώτον, διότι διαθέτει ένα ισχυρότατο θεσμικό οπλοστάσιο, όπως αποδείχθηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις, σύμφωνα και με όσα εύστοχα λέχθηκαν επ’αυτού από τους προλαλήσαντες. Δεύτερον, δε, διότι έχει και την δυνατότητα να ανανεώνει το θεσμικό της οπλοστάσιο, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δίνει συγκεκριμένες και καίριες απαντήσεις στις συγκεκριμένες προκλήσεις, όπως αυτές εμφανίζονται κάθε φορά. Αυτό, ιδίως, είναι το σημείο στο οποίο σκοπεύω να επιμείνω, με κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις. Πριν όμως το κάνω, θα ήθελα να σχολιάσω και ένα δεύτερο ζήτημα το οποίο έχει κατά την άποψή μου ιδιαίτερη σημασία:

·        Ποια είναι τα όρια της αντίδρασης της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της;
   Το θέμα τέθηκε με ιδιαίτερη έμφαση από πολλές πλευρές, με τις πολλές επιφυλάξεις και μεμψιμοιρίες που εκφράσθηκαν το τελευταίο διάστημα ως προς τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν. Αναμφισβήτητα, στο ζήτημα της αρχής δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η όποια απάντηση της δημοκρατίας πρέπει να δίδεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε αυτή να μην αρνείται τον εαυτό της και τα στοιχεία που συνιστούν την πεμπτουσία της, σε κάθε δε περίπτωση με απαρέγκλιτη τήρηση των συνταγματικών κανόνων και επιταγών που εξειδικεύουν την αρχή του κράτους δικαίου, την οποία πρέπει να προστατεύσουμε σαν κόρη οφθαλμού. Από τη σκοπιά αυτήν πράγματι υπάρχουν ορισμένα ζητήματα ανοιχτά σε μια καλόπιστη κριτική και ιδίως όσα σχετίζονται:
Πρώτον, με την παραβίαση, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τα Μέσα Ενημέρωσης,  του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο πάντως, είναι σχετικοποιημένο πλέον, με βάση την νέα ρύθμιση του άρθρου 43 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για την έναρξη της ποινικής δίωξης (κι αυτό ισχύει βέβαια, πολύ περισσότερο, σε περιπτώσεις προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων).
Δεύτερον, με την θεσμικά απαράδεκτη και πολιτικά κατευθυνόμενη μετάδοση, από όλα  τα Μέσα Ενημέρωσης –ιδίως δε από τα ραδιοτηλεοπτικά– όχι μόνον σημαντικών καταθέσεων μαρτύρων αλλά και διαλόγων και στοιχείων που είναι προϊόν –νόμιμων ελπίζω– υποκλοπών. 
Από εκεί και πέρα, πάντως, μου έχει κάνει εντύπωση η ένταση ορισμένων αντιδράσεων για άλλες πτυχές της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Και δεν αναφέρομαι βέβαια σε διάφορους τηλε-δικηγόρους, με μάλλον ιδιοτελή κίνητρα, αλλά σε εκπροσώπους της πολιτικής, της επιστήμης και της δημοσιογραφίας, που διαμορφώνουν ή έστω επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Πράγματι, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι δυνατόν να μην αναρωτηθεί κανείς για τις αντιρρήσεις που ακούσθηκαν ως προς το ότι δεν ζητήθηκε η άδεια της Βουλής για τις διώξεις. Όχι μόνον γιατί το Σύνταγμα εξαιρεί ρητά τα αυτόφωρα κακουργήματα, όπως αυτά οριοθετούνται στο ποινικό δίκαιο, αλλά και διότι οι περισσότεροι από τους αντιδρώντες διερρήγνυαν όλο το προηγούμενο διάστημα τα ιμάτιά τους για τα προνόμια των βουλευτών, σε σχέση με τους κοινούς θνητούς, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στο ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας…
Δεν αντέχω δε στον πειρασμό να επισημάνω ότι ορισμένοι από αυτούς, που δείχνουν τόσο υπερευαισθησία για την τήρηση των συνταγματικών κανόνων, στην χειρότερη περίπτωση πρωτοστάτησαν και στην καλύτερη εποίησαν στην νήσσαν ως προς τον χαρακτηρισμό των εγκλημάτων της 17 Νοέμβρη ως κοινών εγκλημάτων ενώ ήταν φανερό, τουλάχιστον κατά την άποψή μου, ότι μεγάλο μέρος των εγκλημάτων τους, ιδίως των αρχικών, ήταν ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος…
Και το ίδιο ισχύει βέβαια, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, και για πολλά από τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, ιδίως δε για αυτά που συνδέονται με τα άθρα 134 επ. του Ποινικού Κώδικα, («Προσβολές του Πολιτεύματος»), ως προς την εφαρμογή των οποίων επίσης δεν κατανοώ τις επιφυλάξεις: λες και δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κόμμα, που όχι μόνον είναι δύο σε ένα, σαν τον Ιανό, αποτελώντας ταυτόχρονα πολιτική και εγκληματική οργάνωση, αλλά και που ταυτόχρονα συμπυκνώνει, με περισσό θράσος και ανυπόκριτη αλαζονεία, σχεδόν όλες τις δυνατές εκδοχές του ολοκληρωτισμού. Το αποκορύφωμα βέβαια είναι η πλέον αποκρουστική αναφορά της Χρυσής Αυγής, ο ναζισμός. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ταυτόχρονα έχει βγάλει και επισείει, σαν απειλή και σαν φόβητρο, όλους τους σκελετούς από τα ντουλάπια της ελληνικής ιστορίας. Από  την Τετάρτη Αυγούστου μέχρι την Χούντα και από τους δωσίλογους της Κατοχής μέχρι τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανοτσολιάδες, το σταθερό σημείο αναφοράς τους είναι ένα: οι αρνητές και οι πολέμιοι της δημοκρατίας …
Τέλος, μου φαίνονται ακατανόητες και κάποιες άλλες επιφυλάξεις, που δεν αφορούν ευθέως τη διαδικασία που ακολουθήθηκε αλλά τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, όπως λέμε στα νομικά. Οι επιφυλάξεις αυτές εστιάζονται στα ακόλουθα ερωτήματα: Γιατί τώρα; Τόσον καιρό τι έκανε η κυβέρνηση και ιδίως η Νέα Δημοκρατία απέναντι στην Χρυσή Αυγή; Ποιες σκοπιμότητες υποκρύπτονται πίσω από την ξαφνική της αφύπνιση και ενεργοποίηση;
Η αφετηρία, βέβαια,  αυτών των επιφυλάξεων δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Είναι φανερό και αποδείχθηκε με διάφορους τρόπους ότι η στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στην Χρυσή Αυγή ήταν εξ αρχής αμφίθυμη και προβληματική, καθώς καθοριζόταν από μικροπολιτικούς σχεδιασμούς και μικροκομματικές ιδιοτέλειες, ενίοτε δε και από εκλεκτικές ιδεολογικές συγγένειες… Αδράνεια, ανοχή, λειτοργία συγκοινωνούντων δοχείων της Χρυσής Αυγής μς κρατικούς μηχανισμούς, συνθέτουν ένα πάζλ ευθυνών, με αποκορύφωμα την στάση της απέναντι στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, για το οποίο ήδη ακούσθηκαν πολλά και εμπεριστατωμένα.
Ωστόσο, ακόμη και με δεδομένη αυτήν την στάση της ΝΔ, πρέπει να θέσουμε ευθέως το ερώτημα: Δηλαδή τι έπρεπε να γίνει όταν επιτέλους η Κυβέρνηση αποφάσισε να κινηθεί. Να μεμψιμοιρούμε, αρνούμενοι να συμπράξουμε ενεργά, ο καθένας από το μετερίζι του, μηρυκάζοντας διαρκώς όλα όσα δεν έγιναν προηγουμένως και επαναλαμβάνοντας θεωρίες συνωμοσίας;  Λυπάμαι αλλά μια τέτοια στάση μου φαίνεται εντελώς ανιστόρητη και αντιδιαλεκτική, ιδίως όταν αφορά πολιτικές δυνάμεις. Η πολιτική, ως γνωστόν, δεν ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου, όπως ιδίως νομίζουν πολλοί συνάδελφοί μου, που αρέσκονται σε αφ’υψηλού θεωρήσεις. Διαμορφώνεται μέσα στην ζέουσα εθνική ευρωπαϊκή και διεθνή  πραγματικότητα, με πολλαπλούς, ποικίλους και συχνά αστάθμητους και αλληλοσυγκρουόμενους επηρεασμούς και καθορισμούς. Όταν δε προκύπτει, έστω και μέσα από αντιφάσεις εντάσεις και πιέσεις, ένα σωστό αποτέλεσμα, το πρώτο, νομίζω, που πρέπει να κάνουμε, είναι να επικροτούμε και να στηρίζουμε αυτό το αποτέλεσμα, χωρίς μιζέριες και ήξεις αφήξεις. Πάντα υπάρχει χώρος για κριτική, η οποία πρέπει να ασκείται χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Αρκεί αυτό να γίνεται στην κατάλληλη συγκυρία και με τον κατάλληλο τρόπο ώστε όχι μόνον να μην είναι τροχοπέδη αλλά, αντίθετα, να είναι θετική και εποικοδομητική.        
Και προχωρώ στο τρίτο σημείο στο οποίο κυρίως θα ήθελα να επιμείνω:

·        Μπορεί ένα κόμμα, που ταυτόχρονα είναι εγκληματική οργάνωση και στοχεύει στην ανατροπή του πολιτεύματος, να κατέρχεται στις εκλογές;
Πρόκειται για ένα καίριας σημασίας ζήτημα, το οποίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απασχολεί όλους τους πολίτες. Είναι φανερό ότι στον μέσο πολίτη φαίνεται ακατανόητο πως είναι δυνατόν ένα κόμμα να κατέρχεται στις εκλογές, ενώ η ηγεσία και αρκετοί  βουλευτές του τελούν σε καθεστώς προσωρινής κράτησης για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, ενδεχομένως δε και για προσβολές του πολιτεύματος. Το ίδιο δε ερώτημα αφορά και ατομικά την εκλογιμότητα των συγκεκριμένων βουλευτών.
Στην περίπτωση αυτή η απάντηση είναι δύσκολη, τόσο de Costituzione lata, δηλ. με βάση το ισχύον Σύνταγμα, όσο και de Costituzione ferenda, δηλαδή σε προοπτική αναθεώρησής του. Ας τα δούμε συγκεκριμένα, και κατ’ανάγκην σχηματικά και ελλειπτικά, λόγω της έλλειψης του χρόνου:
Α. Με βάση το ισχύον Σύνταγμα, δεν νοείται απαγόρευση της λειτουργίας κόμματος, με απόφαση δικαστηρίου, όπως ισχύει σε άλλες έννομες τάξεις. Το θέμα συζητήθηκε και απορρίφθηκε όταν ψηφίσθηκε το ισχύον Σύνταγμα και έκτοτε δεν υπήρξε κάποια αλλαγή, παρά το ότι υπήρξαν κατά καιρούς σχετικές προτάσεις. Διαφορετικά όμως τίθεται το ζήτημα ως προς την κάθοδο σε εκλογές, τουλάχιστον κατά την άποψή μου. Όπως γνωρίζετε, το άρθρο 29 του Συντάγματος θέτει ως προϋπόθεση για την συνταγματική λειτουργία ενός κόμματος το «να εξυπηρετεί», με «την οργάνωση και την δράση του… την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Έως το 2002 η διάταξη αυτή εξειδικευόταν με συγκεκριμένη ρύθμιση του ν.δ. 59/74, που έθετε ως προϋπόθεση, για την ανακήρυξη κόμματος, την ρητή δήλωσή του ότι δεν αποβλέπει στην βίαιη κατάλυση της έννομης τάξης και στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το διάταγμα αυτό θεσπίσθηκε πριν από την ψήφιση του Συντάγματος του  1975 αλλά ίσχυσε έκτοτε για 27 χρόνια, άρα θεωρήθηκε συμβατό με το Σύνταγμα, παρά τις όποιες επιφυλάξεις, που εκφράσθηκαν κατά καιρούς στον χώρο της πολιτικής (ιδίως από κόμματα της Αριστεράς) αλλά και της επιστήμης. Το δεδομένο δε, από αυτήν την περίοδο, είναι ότι υπάρχει προηγούμενο τριών κομμάτων που δεν ανακηρύχθηκαν (το 1994), διότι αρνήθηκαν να υποβάλουν αυτή τη δήλωση.  
Με τον εκλογικό νόμο του 2002 η ρύθμιση του ν.δ. καταργήθηκε και η δήλωση πρέπει πλέον να επαναλαμβάνει απλώς την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 29 του Συντάγματος περί εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο, και υπό αυτή τη ρύθμιση ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε να ανακηρύξει κόμμα, και μάλιστα με τον τίτλο «Νέο Φασιστικό Κόμμα», επιτρέποντας απλώς στον αρχηγό του να κατέλθει ως μεμονωμένος υποψήφιος. Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω ερωτάται:
Τι θα εμπόδιζε τον νομοθέτη να επανέλθει στις ρυθμίσεις του ν.δ. του 1974, προσθέτοντας ως τρίτη προϋπόθεση –πέραν της βίαιης κατάλυσης της έννομης τάξης και της ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος–  και την μη καταδίκη της ηγεσίας ενός κόμματος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση; Κατά την άποψή μου τίποτε, τουλάχιστον από συνταγματική άποψη.
Τι θα σήμαινε όμως μια τέτοια ρύθμιση ως προς την «Χρυσή Αυγή». Πρώτον ότι θα αναγκασθεί να κάνει συγκεκριμένη  «δήλωση δημοκρατικών φρονημάτων», για να θυμηθούμε τη «δήλωση κοινωνικών φρονημάτων» που οι ομοϊδεάτες τους  είχαν επιβάλει, μετά τον εμφύλιο, στον ελληνικό λαό.  Αυτό βέβαια, μπορεί να πει κανείς, θα έχει μόνο συμβολική αξία, διότι κατά πάσα πιθανότητα θα υπογράφονται τέτοιες δηλώσεις. Ωστόσο, και αυτή είναι η διαφορά, οι δηλώσεις δεν θα αρκούν για την ανακήρυξη αν έχει υπάρξει καταδίκη της ηγεσίας του για «προσβολή του πολιτεύματος», κατά τα άρθρα 134 επ. του Ποινικού Κώδικα, διότι θα τεκμαίρεται ψευδής και άνευ ουσίας. Άρα στην περίπτωση αυτή το κόμμα δεν θα κατέρχεται στις εκλογές, ανεξαρτήτως δήλωσης, και το ίδιο θα συμβαίνει αν η ηγεσία του ενέχεται αποδεδειγμένα –με πρωτόδικη τουλάχιστον καταδίκη– στην συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, ή και στην διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων, με ρατσιστικό κίνητρο, όπως θα μπορούσε να ορίζει ένας νέος αντιρατσιστικός νόμος, που είναι πράγματι απαραίτητος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, και για ουσιαστικούς αλλά και για συμβολικούς λόγους.
Γνωρίζω βέβαια ότι απέναντι σε μια τέτοια θεώρηση υπάρχουν αρκετές επιφυλάξεις. Οι περισσότερες από αυτές είναι πολιτικού χαρακτήρα και έχουν να κάνουν, κυρίως, είτε με την πολιτική ιστορία της Ελλάδος, που σφραγίσθηκε από τις έντονες διώξεις της Αριστεράς, είτε με την ανεκδιήγητη θεωρία των δύο άκρων, που προβάλλουν τελευταία κύκλοι του κυβερνώντος κόμματος, τορπιλίζοντας την αναγκαία ενότητα των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στον ολοκληρωτισμό, προφανώς για μικροκομματικά οφέλη.
Ωστόσο, οι καιροί έχουν αλλάξει, όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να ζωντανέψουν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η δημοκρατία μας δεν είναι τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παρά τις όποιες τυχόν επιμέρους παρεκτροπές τους, αλλά η Χρυσή Αυγή. Η απάντηση δε σε αυτό δυστυχώς δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μόνο πολιτική, όπως υποστηρίζεται κατά κόρον. Και τούτο διότι οι κοινωνικές συνθήκες στην χώρα μας, που έχουν όντως συνάφεια με αυτές του γερμανικού μεσοπολέμου, ευνοούν την ανάπτυξη νεοναζιστικών και νεοφασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών, ενώ και το πολιτικό μας σύστημα παρουσιάζει έντονα σημάδια παρακμής και αναξιοπιστίας. Επείγει λοιπόν, πέρα από την ποινική, και μια ευρύτερη θεσμική αντιμετώπιση, με επίκεντρο την δυνατότητα να απαγορευθεί η κάθοδός της στις εκλογές, με οποιαδήποτε παραλλαγή. Μια τέτοια απαγόρευση, κατά την άποψή μου, είναι και πολιτικά αναγκαία, για την άμυνα της ίδιας της δημοκρατίας, αλλά και  συνταγματικά εφικτή, με όλες βέβαια τις αναγκαίες εγγυήσεις που μπορούν και επιβάλλεται να αναζητηθούν και να συζητηθούν ειδικότερα ώστε να αποφευχθούν παράπλευρες απώλειες.
Η προσέγγιση αυτή μπορούσε βέβαια να επισφραγισθεί και με μια νέα συνταγματική διάταξη, ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία πλέον θα ρυθμίσει ενιαία την δυνατότητα μη ανακήρυξης κομμάτων με τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής και ταυτόχρονα την δυνατότητα κατάργησής τους, ακόμη και αν έχουν ανακηρυχθεί και βρίσκονται σε λειτουργία, με παράλληλη ή και αυτοτελή, κατά περίπτωση, έκπτωση και των βουλευτών από το αξίωμά τους. Αυτό θα γίνεται, πάντως, μόνον αν τόσο το κόμμα καθεαυτό όσο και οι βουλευτές του ατομικά παραβιάσουν τα ακραία όρια ανοχής της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Θα προϋποθέτει, δε, σε κάθε περίπτωση,  απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου: είτε του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, ως εκλογοδικείου, είτε, ακόμη καλύτερα, ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ούτως ή άλλως πιστεύω ότι πρέπει να καθιερωθεί (ως μετεξέλιξη έστω του ΑΕΔ).

Με άλλα λόγια, αγαπητοί φίλοι, η Δημοκρατία πρέπει να αποδείξει έμπρακτα, με καλοζυγισμένες κινήσεις και πρόσφορες ρυθμίσεις, σε όλα τα επίπεδα, ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όχι αυτούς που αντιμάχονται εν γένει το καθεστώς ή το σύστημα –διότι πολλοί από αυτούς έχουν και το δίκηο τους– αλλά αυτούς που θέλουν να ανατρέψουν τα πολύτιμα κεκτημένα της δημοκρατικής μας παράδοσης. Μιας παράδοσης  που με τόσο κόπο οικοδομήσαμε, μετά την μεταπολίτευση, και που πρέπει να διαφυλάξουμε με κάθε θυσία, σαν την πολυτιμότερη παρακαταθήκη για το μέλλον της χώρας και των παιδιών μας.