Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Οι Σκιές και τα Πρόσωπα







του Διονύση Νοταράκη

Θυμάμαι έντονα τον παππού αυτές τις μέρες. «Δε θα σου πω, που να χτυπιέσαι». Σφίγγα ο παππούς, αν δεν ήθελε, λέξη δεν του έπαιρνες. Όχι πως μου απόκρυψε τι γινόταν τότε, όχι πως μου παρουσίασε το παρελθόν σαν αγιογραφία. «Κατάλαβε το, ό,τι υπάρχει σήμερα, υπήρχε και τότε» τόνιζε με νόημα. Παραδόξως σε κάθε σχετική συζήτηση μνημόνευε τους πάντες, πάντα απρόσωπους και τους καυτηρίαζε με το τόσο βλοσυρό του χιούμορ. Τεχνηέντως έκανε παύσεις «Μωρέ πως τον λέγανε;» τάχα μου αναρωτιόταν. Και συνέχιζε. «Πάνε πολλά χρόνια, έχω ξεχάσει πια». Δεν τον πίστεψα ποτέ, άλλωστε μέχρι τις τελευταίες του στιγμές υπήρξε εξαιρετικά διαυγής. «Τι λες μωρέ;» έλεγε στη γιαγιά και άρχιζε να αραδιάζει γεγονότα, πρόσωπα, χρονολογίες, οικογενειακά δέντρα και ένα σωρό λεπτομέρειες που συνέθεταν και αναπαριστούσαν στη φαντασία μου όλη τη ζωή της μικρής μας πόλης από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τις μέρες μας. Για τα μικρά βέβαια, όχι για τα μεγάλα. «Ωχ, μην επιμένεις σου λέω! Μα τι θες και τα σκαλίζεις; Λύσσαξες πια, με έχεις φάει» μου έλεγε υψώνοντας ελάχιστα τον τόνο της φωνής του και οι ελάχιστες ελπίδες να τον ψαρέψω παραπέμπονταν στις καλένδες. 

Ο παππούς πέθανε πριν από δύο χρόνια και πήρε τα μυστικά της εποχής του μαζί του. Κάπως σα να μίλησε για τις καταστάσεις, μα δε μου αποκάλυψε ποτέ τα πρόσωπα. Στις διηγήσεις του οι άλλοι ήταν πάντα σαν τις σκιές των χωροφυλάκων, που χτυπούσαν ολονύχτια σκοπιά έξω από το σπίτι του μετά τον Εμφύλιο. Εκείνος οικοδόμος τότε, έστρωνε ψιλό τσιμέντο στη γειτονιά, μελετούσε τις πατημασιές, μάζευε τις γόπες και κατέληγε σε ασφαλή συμπεράσματα για τον αριθμό τους και την ώρα που βρέθηκαν εκεί, αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία που όπως και άλλες την έμαθα από τρίτους.

Η στάση του όμως, σε αντίθεση με τη μνήμη του και την ακοή του, κάθε άλλο παρά επιλεκτική ήταν. Ούτε και για τους δικούς του έλεγε. Ήταν και εκείνοι, όπως και οι άλλοι, σκιές – που, είτε πλανιόνταν με χωνιά στο Λαύριο είτε έγραφαν συνθήματα με μπογιά «ανακατεμένη με καμένα λάδια για να αντέχει περισσότερο» στους δρόμους της Ερμούπολης. Δεν έμαθα και μάλλον δεν θα μάθω ποτέ, ποιος ήταν ο υπάλληλος που την δεκαετία του 1930, οι παραγιοί - «η μαρίδα» της αγοράς - τον φώναζαν ‘Οχτάωρο’ και που τελικά εξορίστηκε στη Φολέγανδρο, ούτε ποιοι βρέθηκαν στα κρατητήρια της Kommandatur τη δεκαετία του ΄40, ούτε ποιοι τύπωναν παράνομα τη ‘Κυκλαδική Φωνή’ στη δεκαετία του ‘ 50. «Μα γιατί επιμένεις βρε παιδί μου, τι σημασία έχει;» έλεγε και μέσα στα πράσινα μάτια του, θολωμένα από τον χρόνο, διέκρινα κάτι από την σπιρτάδα ενός ανθρώπου που μεγάλωσε στην αγορά και από τον πόνο ενός αγωνιστή που δεν είδε κανένα από τα όνειρα του να υλοποιείται.  Αδυνατούσα να καταλάβω τη σιωπή του. Άλλοτε την απέδιδα σε έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο μου, άλλοτε στη πιστή εφαρμογή της κομματικής omertà. Κατάφερνε να με φτάσει στα όρια μου, όταν μου πετούσε το μπαλάκι γελώντας «Μα πάλι τα ίδια θες να σου λέω, κιόλας τα ξέχασες;»

Μια μέρα όμως ο παππούς έσπασε και από τότε σχεδόν έπαψα να τον ενοχλώ. «Κατέβηκα στον μπακάλη και σταμάτησα να χαζέψω τα κηδειόχαρτα μαζί με έναν άλλον συνομήλικο μου», είπε. Ήταν μια προσφιλής ασχολία του και όταν γυρνούσε σπίτι έδινε αναλυτικό ραπόρτο των θανάτων της ημέρας. «Ξαφνικά ακούω τον συνομήλικό μου να μονολογεί: ‘Σκατά στο τάφο σου καριόλη’, ‘Τι έγινε, τι έπαθες άνθρωπε μου; τον ρώτησα.’ ‘Δούλευα υπάλληλος στο καθαριστήριο, δε με θυμάσαι; Αυτός ο καριόλης, έφερνε τα παντελόνια του να του τα πλύνω και πριν τα βάλω στο πλυντήριο έβγαζα από τις τσέπες του σημειώσεις σε χαρτάκια, όλους σας παρακολουθούσε, δεν τον είχατε πάρει χαμπάρι;’» Δεν είπα τίποτα, άφησα τον παππού να συνεχίσει απευθυνόμενος πια σε μένα. «Και σου λέω παιδί μου. Ερωτεύεσαι μια κοπέλα, είστε μαζί και πάνω στους καβγάδες (που συμβαίνουν ανάμεσα σε κάθε ζευγάρι) και μέσα στα νεύρα σου γυρνάς και της λες: Ο παππούς σου ήταν δωσίλογος, ρουφιάνος, ξέρω γω τι άλλο. Θα βγει κάτι με αυτό; Μερικές φορές είναι καλύτερο να μη ξέρεις. Γι αυτό σου λέω παιδί μου, άστα και σταμάτα να με ρωτάς.»  

Αυτός ήταν λοιπόν ο φόβος του παππού. Μη διαιωνιστεί το μίσος. Μην τύχει και εσωτερικεύσω τις επιλογές των παλιών σαν κατάρα ή σαν ευλογία - που περνάει με το αίμα από γενιά σε γενιά και είμαστε εσαεί φορείς και δέσμιοι. Γι αυτό πάντα εξιστορούσε απρόσωπα, γι αυτό οι πάντες ήταν σκιές. Εθνικόφρονες, κομμουνιστές, συνοδοιπόροι, αμέτοχοι, όλων τα πρόσωπα σκεπάζονταν από την πάχνη του χρόνου, όλοι ήταν θολοί. Ο παππούς είχε το ιστορικό πλεονέκτημα. Μετά από σαράντα χρόνια κυνηγητού είχε επιτέλους πάρει τη ρεβάνς, μπορούσε πια να επαναπαυτεί στις αγωνιστικές του δάφνες, να στηλιτεύσει καταστάσεις και γιατί όχι, να πάρει εκδίκηση μιλώντας για πρόσωπα. Δεν το έκανε όμως δείχνοντας μια, κατά εκείνον, διδακτική ανωτερότητα. Δεν έδωσε άφεση σε κανέναν, αλλά παράλληλα δεν τον εξέθεσε, δεν τον αποκάλυψε. Δεν είπε ποτέ πως η απολυτότητα, η αδιαλλαξία και εν τέλει το μίσος προσωποποιούνταν στο γείτονα, στο συνάδελφο, στον αδερφό. Κάπως έτσι, ίσως,  πίστευε πως θα προστάτευε τις επόμενες γενιές από τα δεινά της δικής του.

Ο παππούς δεν μακροημέρευσε ώστε να δει την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο Κοινοβούλιο, ούτε να παρακολουθήσει τους καθημερινούς ακτιβισμούς τους. Δεν είδε την επανίδρυση του παρακράτους και τους τραμπουκισμούς. Καλύτερα ίσως. Τι θα έλεγε άραγε; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Το πιθανότερο όμως θα ήταν να τονίσει, όπως συνήθιζε, με νόημα: «Κατάλαβε το:  ό,τι υπάρχει σήμερα, υπήρχε και τότε». Ναι αγαπημένε μου παππού, ίσως να έχεις δίκιο. Και αυτή τη φορά, τηρουμένων των αναλογιών, οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε, πάλι τηρουμένων των αναλογιών, αν όχι με τα μέσα σίγουρα με το σθένος που επέδειξες εσύ. Αλλά τώρα, όταν τα πράγματα θα εξομαλυνθούν - γιατί παρά τις ενδείξεις που θέλουν το αντίθετο, επιμένω να παραμένω αισιόδοξος - θα πρέπει να κρατήσουμε διαφορετική στάση. Αυτή τη φορά οφείλουμε να κοιτάξουμε, τόσο ως κοινωνία όσο και ως μονάδες, το πρόσωπο μας στον καθρέφτη - να κάνουμε αυτοκριτική, να δούμε αν ακόμα και άθελα μας υποθάλψαμε καταστάσεις, να κατανοήσουμε τι μας οδήγησε εδώ, να αναλογιστούμε τις ευθύνες, να τις επωμιστούμε και να μάθουμε να πορευόμαστε με τα σημάδια τους. Όχι σαν σκιές. Α, φτάνει πια, πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά, που θα έλεγε και ο ποιητής.

ΥΓ: Ο παππούς του κειμένου δεν είναι λογοτεχνικό εύρημα. Σεβόμενος τη στάση ζωής ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε ανωνύμως δεν θα αναφέρω τα στοιχεία του. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.

* Ο Διονύσης Νοταράκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.


απο το protagon.gr

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Η τρόικα φεύγει... η πολιτική έρχεται!




Γιάννης Μεϊμάρογλου, 24/09/2012



Μπορεί, επί της ουσίας, να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία, ψυχολογικά πάντως μάλλον νιώθουμε πιο άνετα στο πρώτο - μετά από καιρό - Σαββατοκύριακο χωρίς την τρόικα... Προγραμματισμένη ή μη, η αναχώρησή της μας επιτρέπει να κάνουμε ένα σύντομο απολογισμό για το πού βρισκόμαστε και - κυρίως - για το πού πάμε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πηγαινέλα των εκπροσώπων των δανειστών μας θα συνεχιστούν, τουλάχιστον όσο θα εξακολουθούν - και θα... χρειαζόμαστε - να μας δανείζουν. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι να προχωρήσουν, όσο πιο σύντομα γίνεται οι - εκτός και εντός μνημονίου - αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (φορολογία, γραφειοκρατία, ανταγωνιστικότητα) και να πιάνονται οι οικονομικοί στόχοι, έτσι ώστε να μη χρειαστούν άλλα μέτρα λιτότητας, που, έτσι κι αλλιώς, φαίνεται ότι ακόμα και αν επιβληθούν, δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν!

Αυτή την άποψη φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να τη συμμερίζονται και οι Ευρωπαίοι. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς τι ρόλο έχουν παίξει οι λαϊκές αντιδράσεις και το ανέβασμα των τόνων στις συνομιλίες - που άλλωστε δεν σημειώνονται για πρώτη φορά - καθώς και οι αντιπροτάσεις και η προσπάθεια της κυβέρνησης, που, αν μη τι άλλο, φαίνεται συστηματική και ειλικρινής, θα πρέπει, πάντως, να υπογραμμίσουμε δυό καινούργια στοιχεία:

- Πρώτη φορά η ελληνική πλευρά δεν αποδέχεται παθητικά την ατζέντα των δανειστών, αλλά βάζει και νέα, τεκμηριωμένα και κοστολογημένα σημεία συζήτησης και συμφωνίας στην ημερήσια διάταξη, όπως η "ρήτρα των ισοδύναμων μέτρων". Πέρα από τις άμεσες επιπτώσεις που θα έχει ο μετριασμός των μέτρων που θα παρθούν για τους οικονομικά αδύναμους, κυρίως, δημιουργείται ένα αντίβαρο στη "ρήτρα απόκλισης" που επιμένει να συμπεριλάβει η τρόικα και ταυτόχρονα δίνεται στη χώρα η ευκαιρία να ανακτήσει την αξιοπιστία της, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να υλοποιεί τις αποφάσεις της και να πιάνει τους στόχους της.

- Πρώτη φορά, επίσης, ακούγεται ολοένα πιο καθαρά και μάλιστα από τα πιο επίσημα ευρωπαϊκά χείλη, ότι η έκθεση της τρόικας δεν θα αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για τη συνέχιση της δανειοδότησής μας και ότι στην τελική απόφαση θα βαρύνει και ο πολιτικός παράγοντας. Δημιουργείται έτσι η πεποίθηση ότι η διαπραγμάτευση από εδώ και μπρός θα είναι και πολιτική και εκεί ασφαλώς μπορούμε, χωρίς αμετροέπειες του τύπου "μας έχουν απόλυτη ανάγκη" κ.λπ., να υποστηρίξουμε αρκετά και βάσιμα επιχειρήματα.

Κανείς δεν μπορεί να δακινδυνεύσει με βεβαιότητα προβλέψεις, την κρίσιμη αυτή στιγμή. Και είναι λογικό η - κάθε φορά - αντιπολίτευση, να προβάλλει τη δική της πολιτική πρόταση και να αντιπαρατίθεται με την πολιτική της κυβέρνησης. Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι το να ισχυρίζεται η σημερινή αντιπολίτευση ότι όλες αυτές οι προτάσεις και αντιπροτάσεις, τα κοστολογημενα ισοδύναμα, οι εναλλακτικές ρήτρες και η προσπάθεια διεξαγωγής και μιας παράλληλης πολιτικής συζήτησης στο υψηλότερο δυνατό ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν συνιστούν διαπραγμάτευση, πιστεύω ότι αδικεί και την ίδια, αλλά και την προσπάθεια της χώρας δυσκολεύει. Πολύ περισσότερο που η αντιπολίτευσή της στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αμφισβήτηση - όπως εχει το δικαίωμα άλλωστε - της ορθότητας της διαπραγματευτικής κυβερνητικής πολιτικής.

Κατά τα άλλα, οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν το Σαββατοκύριακο, επιβεβαίωσαν ότι το μόνο που ουσιατικά αλλάζει στο μετεκλογικό πολιτικό τοπίο, είναι η αυξητική τάση της Χρυσής Αυγής, που εξελίσσεται στο κόμμα των εξαθλιωμένων συμπολιτών μας, μια και οι φορείς του δημοκρατικού φάσματος δεν φαίνονται ακόμα ικανοί να προσφέρουν σιγουριά και ελπίδα... Η ανάκαμψη της οικονομίας θα αποτελέσει το μοναδικό ισχυρό αντίδοτο στη καταπολέμηση του επικίνδυνου αυτού φαινομένου.

Να σημειώσουμε ακόμα ότι σε μιά τόσο δύσκολη, για μια κυβερνώσα αριστερά, περίοδο επώδυνων και αντι-λαϊκίστικων αποφάσεων, η ΔΗΜΑΡ και οι αριστεροί που στήριξαν τις επιλογές της, δείχνουν δημοσκοπική αντοχή. Η δικαίωση της προσπάθειάς της θα βαρύνει ασφαλώς και στο νέο, ριζικά διαφορετικό, πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, της νέας - μετα τη κρίση - εποχής!

από το ηλεκτρονικό μεριοδικό Μεταρρύθμιση

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί είναι επικίνδυνη η Χρυσή Αυγή



Η υποβάθμιση του «δημοκρατικού κεκτημένου»

TA NEA
15/9/2012
Του Γιάννη Βούλγαρη



Το φαινόμενο Χρυσή Αυγή συνιστά ποιοτικό άλμα στην εξελισσόμενη διαδικασία εκβαρβαρισμού της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η αναβάθμισή της από ασήμαντο γκρουπούσκουλο σε κοινοβουλευτικό κόμμα πιστοποιεί την υποβάθμιση του «δημοκρατικού κεκτημένου» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Το κλίμα που εξέθρεψε την εξτρεμιστική Ακροδεξιά ήταν η γενίκευση της ανομίας και η μαζική αποδοχή της πολιτικής βίας που ασκήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια στο όνομα είτε του «Εθνους» είτε του «Λαού» είτε και των δύο μαζί. Κατά τούτο, η ΧΑ είναι γέννημα των «έκτακτων συνθηκών» και όχι φυσική εξέλιξη εγγενών αντιδημοκρατικών ροπών της ελληνικής Δεξιάς ή της ελληνικής κοινωνίας.
Το «κυνήγι του μετανάστη» αποτελεί το προνομιακό πεδίο δράσης της ΧΑ. Ούτε όμως το «μεταναστευτικό» ούτε η γενικότερη «πολιτισμική ανασφάλεια» που προκάλεσαν η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξηγούν την ανάδειξη της ΧΑ. Οι ανωτέρω μετασχηματισμοί συνέβαλαν στην ανάδυση μιας υπολογίσιμης λαϊκιστικής Ακροδεξιάς, που καθιερώθηκε ως νέα και διακριτή κομματική οικογένεια στο ευρωπαϊκό σκηνικό. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο κόμμα ήταν το ΛΑΟΣ που απέκτησε βάρος στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, δηλαδή προ της κρίσης. Επαιξε το χαρτί του εθνικισμού, της μαχητικής υπεράσπισης της παράδοσης και της θρησκείας που απειλούνταν υποτίθεται από τον «εκσυγχρονισμό» (υπόθεση ταυτοτήτων), εκμεταλλεύτηκε την κριτική διάθεση του «απλού πολίτη» προς τις πολιτικές ηγεσίες μιας δημοκρατίας που έχει γίνει πλέον σταθερή, «κανονική» και ενδεχομένως «βαρετή». Κατά τον συνήθη λαϊκιστικό κανόνα, κατασκεύασε έτσι ένα «εθνολαϊκιστικό εμείς» για να το αντιπαραθέσει σε «αυτούς». Οπου αυτοί είναι οι «πάνω», οι «ξένοι», οι «υπηρέτες της νέας τάξης» κ.λπ. Εκείνη λοιπόν την περίοδο της ευμάρειας και της «κανονικής δημοκρατικής ζωής», η αναδυόμενη λαϊκιστική Ακροδεξιά κινήθηκε στις παρυφές του πολιτικού συστήματος, χωρίς να υιοθετεί βίαιες μεθόδους και με εμφανή τάση να ενσωματωθεί στο σύστημα, παρά να γίνει «αντισυστημική» δύναμη. Να θυμηθούμε ότι την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε όλο και πιο επιθετικά η πολιτική βία του λεγόμενου «νεοαναρχισμού» και των «αντιεξουσιαστών», την οποία δικαιολογούσε ή δεν καταδίκαζε ο τότε ΣΥΝ.

Αντιθέτως με την λαϊκιστική Ακροδεξιά τύπου ΛΑΟΣ, η ώρα της εξτρεμιστικής Ακροδεξιάς δεν είχε έρθει. Η ΧΑ καθ' όλη εκείνη την περίοδο παρέμεινε περιθωριακή ομάδα φιλοναζιστικής και παραστρατιωτικής υφής, που λαθροβιούσε στις κερκίδες των γηπέδων. Χρειάστηκαν οι δραματικές αναταράξεις της εθνικής χρεοκοπίας για να ξεπεταχτεί. Η κορύφωση της κοινωνικής έντασης εξαιτίας της δραματικής αλλαγής των συνθηκών ζωής ευρέων στρωμάτων. Ο «πολεμικός» χαρακτήρας που προσέλαβαν η πολιτική αντιπαράθεση και ο πολιτικός λόγος. Η κρίση αντιπροσώπευσης που εκδηλώθηκε με τη μείωση των δύο κομμάτων εξουσίας και την εξαφάνιση του ΛΑΟΣ. Η οριστική παράλυση ενός έτσι και αλλιώς αναποτελεσματικού κράτους. Η γκετοποίηση του Κέντρου των Αθηνών που έγινε προνομιακό πεδίο δράση της ΧΑ, την ίδια ώρα που ο ανέξοδος φιλάνθρωπος αντιρατσισμός των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, μαζί με την ανεδαφική «προλεταριακή αλληλεγγύη» των αριστεριστών, κώφευαν στο πρόβλημα των κατοίκων της περιοχής. Η μαζική αποδοχή της πολιτικής βίας και η γενίκευση των ανομικών συμπεριφορών σε όλη την έκταση της κοινωνικής ιεραρχίας. Η νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης από τους επιγόνους της ιστορικής Αριστεράς, ανεπιφύλακτα από τον ΣΥΡΙΖΑ, επιφυλακτικότερα και εξαναγκασμένα από το ΚΚΕ. Η εξαχρείωση των περισσότερων ΜΜΕ που μονοπωλήθηκαν από τον «πολεμικό λόγο».

Η αθροιστική επίπτωση των ανωτέρω ήταν η επιταχυνόμενη διάβρωση του «δημοκρατικού κεκτημένου» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, υπό τουλάχιστον δύο έννοιες. Κατ' αρχάς, επέστρεψε ο εμφυλιοπολεμικός λόγος της εθνικοφροσύνης και ο πολιτικός αντίπαλος αναγορεύτηκε πάλι σε εχθρό. Σε «εσωτερικό εχθρό», ανθέλληνα, δωσίλογο, κουκουλοφόρο ή άλλα τέτοια. Μόνο που τώρα στην υιοθέτηση της εθνικοφροσύνης συνέπιπτε και ο αριστερός και ο ακροδεξιός λαϊκισμός. Χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις. Επειτα, υποσκάφτηκε το κοινό αντιδικτατορικό θεμέλιο της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Η διάκριση δημοκρατίας - δικτατορίας λοιδορήθηκε και σχετικοποιήθηκε στο πλαίσιο κινητοποιήσεων απροκάλυπτα αντικοινοβουλευτικών, ουσιωδώς αντιδημοκρατικών ή απλώς ανομικών τύπου «δεν πληρώνω». Η συνύπαρξη επί εβδομάδες «Αγανακτισμένων» ακροδεξιών και ακροαριστερών στην Πλατεία Συντάγματος υπό το άθλιο πανό «η χούντα δεν τέλειωσε το '73» εικονογραφούσε το νέο κλίμα.

Στο πολεμικό κλίμα αντιστοιχεί μια «στρατιωτικοποιημένη» οργάνωση. Η ώρα της ΧΑ είχε έρθει. Ηδη στους εκατοντάδες προπηλακισμούς και τις βιαιότητες που εκδηλώθηκαν το 2011, το χρώμα ήταν επικίνδυνα αδιευκρίνιστο, φαιοκόκκινο, αλλά οι «μπρατσάδες» της ΧΑ ξεχώριζαν για όποιους ήθελαν να δουν. Κοντολογίς, η (εμφυλιο)πολεμική υποτροπή της πολιτικής ζωής είχε δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να αναδειχθεί η εξτρεμιστική Ακροδεξιά είτε αντικαθιστώντας (πτώση ΛΑΟΣ) είτε γειτνιάζοντας (ΑΕ) με τη λαϊκιστική Ακροδεξιά. Η αιτιακή συσχέτιση των δύο γεγονότων δύσκολα αμφισβητείται. Πράγματι, κοιτώντας το πανόραμα της Ευρώπης, η ΧΑ αποτελεί σπάνια περίπτωση κόμματος της εξτρεμιστικής Ακροδεξιάς που πέτυχε σχετικά υψηλό εκλογικό ποσοστό ξεκινώντας από ένα μικρό και απροκάλυπτα φιλοναζιστικό γκρουπούσκουλο. Την ίδια ώρα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης που επίσης έχουν ισχυρή κομμουνιστική παράδοση και δοκιμάζονται από την κρίση, η Ελλάδα ανεξαρτήτως του πώς το αξιολογούμε ή το αιτιολογούμε, διακρίνεται για την έντονη έκλυση πρακτικής και λεκτικής βίας.

Είναι επικίνδυνη η ΧΑ; Ναι. Γι' αυτό που είναι και γι' αυτό που μας δείχνει. Είναι επικίνδυνη όχι γιατί θα αναβιώσει τα φαντάσματα του ναζιστικού παρελθόντος, αλλά γιατί σε μια στιγμή που εμφανίζονται ύστερα από καιρό οι δυνατότητες σταθεροποίησης του ευρωπαϊκού πλαισίου και της Ελλάδας μέσα σε αυτό, η δράση της ΧΑ επιτείνει την ένταση και αυξάνει τις πιθανότητες «ατυχήματος» (αυτοαποκλεισμού δηλαδή της χώρας από την ήδη σχεδιαζόμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση). Είναι όμως επικίνδυνη και γι' αυτό που μας δείχνει. Οτι στη χώρα μας έχουν εμφανιστεί συνθήκες που τείνουν στην «αποδημοκρατικοποίηση», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο με τον οποίο ο ιστορικός κοινωνιολόγος Τσαρλς Τίλι καταγράφει διαδικασίες οπισθοδρόμησης της δημοκρατίας που συμβαίνουν όταν συνδράμουν τρεις καταστάσεις. Μια κρίση αντιπροσώπευσης που αποσυνθέτει απότομα καθιερωμένα πολιτικά (πελατειακά ή όχι) «δίκτυα εμπιστοσύνης», τα οποία έως τότε πλαισίωναν τις κοινωνικές σχέσεις ευρύτατων στρωμάτων. Μια αύξηση των ανισοτήτων και των απειλών για το κοινωνικό status μεγάλου αριθμού πολιτών. Μια αυτονόμηση της λειτουργίας (ή μη λειτουργίας) διαφόρων «εστιών» στον κρατικό μηχανισμό κατά τρόπο που να μειώνεται ακόμα περισσότερο η συνοχή και η αποτελεσματικότητα του κράτους. Κάποιοι πιθανόν να βλέπουν σε αυτά μια «επαναστατική κατάσταση», αλλά επειδή δεν κυκλοφορούν εδώ και χρόνια «επαναστατικά σχέδια», το πιθανότερο είναι να συμβεί μια υποβάθμιση της δημοκρατικής ζωής, που θα επιτρέπει σε συμμορίες και συντεχνίες να επιβάλλονται με την ωμή ισχύ τους. Η ΧΑ και η «αντιποίηση Αρχής» που επιχειρεί, αποτελεί ένα παράδειγμα.

Και τώρα τι; Πώς αντιμετωπίζεται η ΧΑ; Με ψυχραιμία και εγρήγορση. Προσωπικά πιστεύω ότι η επίτευξη της ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής και η σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού πλαισίου θα συμπιέσουν τη ΧΑ. Σε κάθε περίπτωση, ούτε η δαιμονοποίηση ούτε οι σκέψεις για τον αποκλεισμό της με συνταγματικές διατάξεις έχουν νόημα. Ούτε η παραδοσιακή αντίληψη σχηματισμού «αντιφασιστικού μετώπου» έναντι τέτοιων δυνάμεων είναι ρεαλιστική, στον βαθμό που τόσο η ερμηνεία της γέννησης όσο και η αντιμετώπιση της ΧΑ διχάζουν παρά ενώνουν τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Το κράτος δικαίου, ή ότι έχει μείνει από αυτό, να επιβάλει τις κυρώσεις που προβλέπουν οι νόμοι. Να ενδιαφερθεί για την έκταση που έχει πάρει η επιρροή της ΧΑ στην Αστυνομία και στους άλλους «σκληρούς» μηχανισμούς. Και από την άλλη, οι δυνάμεις της Αριστεράς να ξανακοιτάξουν τη σχέση τους με τη δημοκρατία και τον πολιτισμό της δημοκρατίας. Ηταν το μεγάλο μάθημα που πήρε η κομμουνιστική Αριστερά τον 20ό αιώνα, είτε ηττώμενη από τη βία των αντιπάλων είτε παράγοντας τέρατα όπου έγινε εξουσία. Ο νέος αιώνας κάνει πιο επίκαιρο το μάθημα.

 

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Νηπιαγωγεία










Η ίδρυση νηπιαγωγείων τα τελευταία χρόνια σε ολόκληρη την Ελλάδα και η καθιέρωση από το 2008  της προσχολικής αγωγής ως υποχρεωτικής αποτελούν σημαντικές θετικές εξελίξεις που ανταποκρίνονται στην παιδαγωγική ανάγκη ομαλής ένταξης των παιδιών στην εκπαίδευση. 

Ειδικά για την περιοχή της Θράκης,  όπου κατοικεί μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας που δεν έχουν μητρική γλώσσα την ελληνική, θα έπρεπε να προβλεφθεί στελέχωση των νηπιαγωγείων αυτών με εκπαιδευτικούς   που κατέχοντας τη μητρική γλώσσα των παιδιών θα συνέβαλαν ουσιαστικά στη προσχολική εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας.

Η απουσία δίγλωσσης προσχολικής εκπαίδευσης για τα παιδιά της μειονότητας δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Ήδη από την περσινή χρονιά υπήρξαν γονείς που δεν έστειλαν τα παιδιά τους στο νηπιαγωγείο με συνέπεια να δημιουργούνται ζητήματα για την εγγραφή τους και στο δημοτικό σχολείο. Το πρόβλημα – κυρίως στην περιοχή του Εχίνου – είναι μεγαλύτερο σήμερα. 22 παιδιά της μειονότητας κινδυνεύουν να μείνουν εκτός δημοτικού σχολείου. Η πολιτεία δεν μπορεί πλέον να κλείνει τα μάτια. Οφείλει να λύσει το ζήτημα στελεχώνοντας τα νηπιαγωγεία της περιοχής ώστε να είναι δίγλωσσα και η μειονότητα οφείλει να σεβαστεί τους νόμους του ελληνικού κράτους.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι τις  συνέπειες των αγκυλώσεων και των δογματισμών απ’ όπου και αν προέρχονται, δεν πρέπει να υποστούν τα παιδιά, τα οποία σήμερα – τρεις  μέρες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς – δεν μπορούν  να  παρακολουθήσουν τα μαθήματα στις σχολικές αίθουσες.

Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει  άμεσα, δηλαδή ΤΩΡΑ:

- Να δεσμευθεί ότι θα ξεκινήσει διάλογο με όλους τους εκπαιδευτικούς και άλλους αρμόδιους φορείς, ώστε πολύ σύντομα – αν είναι δυνατό στη διάρκεια του φετινού σχολικού έτους και πάντως οπωσδήποτε το επόμενο σχολικό έτος   - να βρεθεί η κατάλληλη παιδαγωγική λύση για τη στελέχωση των νηπιαγωγείων αυτών με εκπαιδευτικούς,   που κατέχοντας τη μητρική γλώσσα των παιδιών θα συμβάλουν  στην ομαλή ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον. 

- Να επιτρέψει για τη φετινή χρονιά  την εγγραφή των παιδιών αυτών στο Δημοτικό Σχολείο, έτσι ώστε αφού με κάποια ταχύρυθμη διαδικασία, που θα επιλεγεί από τους αρμόδιους εκπαιδευτικούς φορείς, αναπληρωθεί η έλλειψη προσχολικής αγωγής, να παρακολουθήσουν τα παιδιά αυτά κανονικά τα μαθήματα της 1ης Δημοτικού.

Πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους ότι κατ’ εξοχήν ο  χώρος της Εκπαίδευσης  δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης   δογματικών αντιλήψεων και μικροπολιτικών αγκυλώσεων.    

Ν.Ε. Ξάνθης της Δημ.Αρ.


Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Η δημοκρατία της....βαρεμάρας!










Υπάρχει ένα θεατρικό έργο του Τένεση Ουίλιαμς., το "Ξαφνικά πέρσυ το καλοκαίρι", στο οποίο αναδύονται εντάσεις ερωτοφαγικές με ομοφυλοφικό υπόστρωμα και ταυτόχρονα συνδυασμένες με μια ποίηση και μια αναμονή. Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων της κρίσης  και της"ανατροπής" (των μέχρι σήμερα δεδομένων), "ανακαλύπτουμε καθημερινά (και ξαφνικα) καινούρια πράγματα, Πράγματα που τα ψέλιζαν κάτι μειονότητες παλιότερα, περιθωριακές και εξοβελητέες συνήθως από τον χοντρο από το λίπος του κοινωνικό κορμό, που συνωθούνταν ( ο κορμός)  έξω από κομματικά γραφεία, είτε για να διορισθεί είτε για να αποκτήσει και άλλα προνόμια . Οι συντεχνίες χόρευαν τους κυκλικούς χορούς τους, ως των "Ελλήνων οι κοινότητες" με διογκούμενο συνεχώς ενδιαφέρον για τα "ημέτερα" ζητήματα. Η δημοκρατία , που ζούσε μια από τις ομαλότερες περιόδους της, μετά το 1974 και αφού είχε περάσει από την κορύφωση του εμφυλιοπολεμικού κλίμακος της δικτατορίας του 67, έμπαινε σε ένα κοινοβουλευτικό κύκλο, όπου οι γυιοι διαδέχονταν τους πατεράδες τους στον πρωθυπουργικό θώκο της χώρας και γενικά επικρατούσε μια ανακύκλωση αυτού του τύπου στον πολιτικό κόσμο, αλλά όχι μόνο εκεί. Μια ιδιότυπη "αξιοκρατία" αλα γκρέκα". Αλλά αυτό δεν φαίνονταν να ενοχλεί και πολλούς. Ο νεποτισμός ηταν πάντα στο DNA του Ελληνα φαίνεται. Η κοινωνία αδιαφορούσε για τέτοια ζητήματα.Η λέξεις μαγκιά και καπατσοσύνη κυριαρχούσαν.

 Και ξαφνικά ανακαλύψαμε όλοι ότι ζούμε με δανεικά και ψάχνουμε ακόμη τις αιτίες. Αλλά οι "αιτίες" ηταν εκεί μπροστά στην μύτη μας, θα μπορούσαν να μετρηθούν με ενα συγκεκριμένο και οργανωμένο τρόπο και να αποφύγουμε τις περιπέτειες. Γιατί οι δανειστές, αυτοί οι στυγνοί τοκογλύφοι, θέλουν πίσω τα λεφτά τους και είναι λογικό. Κάναν ένα σωρό παραχωρήσεις, έβαλαν βέβαια και κανόνες (μνημόνια) και έστειλαν εδώ την ¨οικονομική τους αστυνομία" να επιβλέπει και να δίνει διαταγές, παραβιάζοντας έτσι (αλλά με την δική μας θέληση), έναν από τους παλιότερους κανόνες του διεθνούς δικαίου ότι par in parem imperium non habet ( Ο όμοιος δεν έχει εξουσία πάνω στον όμοιο του).

Και σήμερα-οπως το συνηθίζει εξάλλου το σύστημα των ΜΜΕ στην Ελλάδα-έχουμε περάσει στην εποχή των "αποκαλύψεων", βοηθούντος βεβαίως και ενός προσφάτως αφυπνισθέντος μηχανισμού, που σπασμωδικά ψάχνει και "αποκαλύπτει" μπροστα στα μάτια μας, ένα τοπίο πλήρους διάλυσης, υπεκφυγής βασικών υποχρεώσεων του πολίτη, ρεμούλας και εμπεδωμένης λαικοκουλτούρας της ψευτομαγκιάς, που ο λήσταρχος Νταβέλης και οι όμοιοι του αφησαν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές. 

Και το έτοιμο σενάριο-δοκιμασμένο εξάλλου σε παρόμοιες περιπτώσεις-ήλθε και πάλι στην επιφάνεια , για να 'αφυπνίσει" την κοιμισμένη από τα δάνεια και τις παροχες "κοινή-μα πολύ "κοινή"- γνώμη". Οι κακοί ξένοι λοιπόν μας την έκαναν την ζημιά, απ την μια αυτοί της δύσης με τα πολλά λεφτά, που μας έχουν βάλει στο μάτι (εμάς το 2%της Ε.Ε.) και από την άλλη  οι ξυπόλητοι "υπάνθρωποι" της ανατολής, που έρχονται και παίρνουν τις δουλειές μας (μάζεμα ελιών, φρούτων), αγνοώντας ή αποσιωπώντας επίτηδες, ότι η μαύρη εργασία αυτών των ανθρώπων, όλα αυτά τα χρόνια, έφερε ευημερία και υπερκέρδη σε πάρα πολλούς απ αυτούς που σήμερα είναι διώκτες τους.
Οι πρωταγωνιστές της φοροδιαφυγής-της μεγάλης αυτής πληγής-καθημερινά "αποκαλύπτονται". Διαβάζουμε λίστες γνωστών και άγνώστων". Από "λαικούς" τραγουδιστές (και τραγουδίστριες), μπροστάρηδες στον αγώνα του λαού για ανεξαρτησία και λαική κυριαρχία (μην βρίζετε παρακαλώ) , μέχρι τον μπακάλη της γειτονιάς, που στην κάθοδο μας από τα σύννεφα, μαθαίνουμε ότι έχει κλέψει φόρους εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Και οι μηχανισμοί ελέγχου κ.λ.π., κολλημένοι σαν στρείδι ή σαν τσιμπούρι πάνω στους μισθωτους και τους συνταξιούχους, (αυτούς ξέρουν , αυτούς εμπιστεύονται), έπαιζαν το γραφειοκρατικό τους κομπολόι απέναντι σε όλον αυτόν τον συρφετό, τον καταφερτζή και τον λαοπλάνο (επτα τραγούδια θα σου πω, μα θα δηλώσω μόνο δυό-κλεμμένο) και έτσι φτάσαμε στο σημερινό παλούκι, που πάλι όμως στους ίδιος κώλους μπαίνει (με το συμπαθειο-αλλά αυτό δεν μπορεί να γραφτεί αλλιώς).

Η δημοκρατία της...βαρεμάρας λοιπόν , σαθρή, καχέκτυπο αλλων εποχών, έχει και τα frei corps της, που διαλύουν χαρτοκιβώτια "εισβολέων"στα παζάρια εσχάτως, δίνοντας έτσι διέξοδο στην φοροκλεπτική διάθεση των υπολοίπων. Δείχνει να είναι φάρσα...αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Καλά ξυπνητούρια λοιπόν!

Σ.Σαρακενίδης







Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Back to basics

του Μάνου Ματσαγγάνη 

Το πρώτο δεδομένο αφορά τον αριθμό όσων απασχολούνται στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ. Είναι γνωστό (τεκμηριώνεται μεταξύ άλλων στις σχετικές μελέτες του Χρυσάφη Ιορδάνογλου) ότι το μέγεθος της δημόσιας απασχόλησης αυξήθηκε θεαματικά τη δεκαετία του 1980, λιγότερο θεαματικά στη συνέχεια, ενώ ανέβηκε ξανά απότομα την πενταετία 2004-2009. Επειδή κατά την πενταετία Καραμανλή δεν έγινε αισθητή κάποια ποσοτική επέκταση ή ποιοτική βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών, δικαιούται κανείς να θεωρεί ότι οι σχετικοί διορισμοί ήταν κατά κανόνα εντελώς περιττοί.

Επί πλέον, το 2010 - εν μέσω Μνημονίου! - ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έμεινε στάσιμος, παρότι συνταξιοδοτήθηκαν 53.400 δημόσιοι υπάλληλοι (άρα η κυβέρνηση Παπανδρέου διόρισε άλλους τόσους). Το 2011 αποχώρησαν 42.000 δημόσιοι υπάλληλοι ενώ προσελήφθησαν 12.600 (δηλ. κάπως καλύτερα αναλογία – αλλά και αυτή η αναλογία απέχει αρκετά από το 5:1 που ψήφισε η Βουλή).


Το δεύτερο δεδομένο αφορά τους μισθούς στο δημόσιο τομέα. Είναι επίσης γνωστό ότι την περίοδο πριν από την κρίση οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν σταθερά, ενώ εκείνοι των υπαλλήλων ΔΕΚΟ θεαματικά. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, τα ποσοστά αύξησης των μισθών (σε πραγματικούς όρους, δηλ. πάνω από τον πληθωρισμό) τη δεκαετία 2000-2009 ήταν +22,7% για το Δημόσιο και +56,8% για τις ΔΕΚΟ (έναντι +24,4% για τον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα). Εντός του Δημοσίου, η αύξηση δεν ήταν ομοιόμορφη. Τα σχετικά στοιχεία είναι δυσεύρετα (γεγονός όχι άσχετο με το πρόβλημα). Πάντως, είναι γνωστό ότι π.χ. για τους πανεπιστημιακούς υπήρξε ασήμαντη, ενώ π.χ. για τους δικαστικούς σημαντική. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει από το Υπουργείο Οικονομικών, η μέση δαπάνη μισθοδοσίας των δικαστικών είναι σήμερα περίπου 6.500 ευρώ το μήνα.

Το τρίτο δεδομένο αφορά τη μεταχείριση των ανέργων. Από τα τελευταία στοιχεία της ΕλΣτατ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των ανέργων το Μάιο ήταν περίπου 1.150.000. Από τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων τον Ιούλιο ήταν 795.000, ενώ από αυτούς μόνο 187.000 ελάμβαναν επίδομα ανεργίας. (Το χειμώνα ο αριθμός των επιδοτουμένων αυξάνεται, αφού οι κύριοι ωφελημένοι του επιδόματος ανεργίας όπως λειτουργεί σήμερα είναι οι εργοδότες σε κλάδους με εποχική απασχόληση - κυρίως ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και φροντιστηρίων).
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες (ίσως ένα εκατομμύριο) ανέργους που δεν λαμβάνουν καμμιά εισοδηματική ενίσχυση. Για τους 187.000 που λαμβάνουν, το σχετικό επίδομα δεν ξεπερνά τα 360 ευρώ το μήνα (από τον περασμένο Φεβρουάριο), με μέγιστη περίοδο επιδότησης 12 μήνες. Από εκεί και πέρα, ελάχιστοι (1.850 το 2010) λαμβάνουν το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας (200 ευρώ το μήνα). Οι υπόλοιποι τίποτε.
Αντίθετα, η εργασιακή εφεδρεία στο Δημόσιο προβλέπει ότι όσοι κριθούν ως πλεονάζοντες (15.000 άτομα το 2012) θα λαμβάνουν το 60% των βασικών αποδοχών τους επί 12 μήνες (24 μήνες εάν είναι κοντά στη συνταξιοδότηση).
Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτουν (θα έλεγε κανείς «αβίαστα») τα εξής:
Πρώτον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια διατήρησης - εάν όχι βελτίωσης - του επιπέδου δημοσίων υπηρεσιών που απολαμβάνουν οι πολίτες (περίθαλψη, εκπαίδευση, συγκοινωνίες κτλ.) με σημαντικά λιγότερους δημόσιους υπάλληλους.
Δεύτερον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης μέσω στοχευμένων περικοπών των μισθών των υπολοίπων, αρχίζοντας από τις ΔΕΚΟ και από τις κατηγορίες που ωφελήθηκαν περισσότερο την προηγούμενη περίοδο (π.χ. δικαστικοί).
Τρίτον: Υπάρχουν σημαντικά κενά κοινωνικής προστασίας των ανέργων, ιδίως όσων προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα (δηλ. όλων, τουλάχιστον προς το παρόν).
Συνεπώς, οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης που αναζητά τρόπους μείωσης της δημόσιας δαπάνης με τους μικρότερους δυνατούς κοινωνικούς κραδασμούς - και οι συμβολές στην αναζήτηση αυτή των «ελάσσονων» κυβερνητικών εταίρων, δηλ. του ΠΑΣΟΚ και ιδίως της ΔΗΜΑΡ - θα έπρεπε να είναι προφανείς:

1. Εκτεταμένη εφαρμογή της εργασιακής εφεδρείας. Όχι με προσυνταξιοδότηση λίγων έμπειρων υπαλλήλων (πολλοί από τους οποίους είναι πολύτιμοι), αλλά με πλήρη κατάργηση όσων τμημάτων του κρατικού μηχανισμού κρίνονται περιττά.

2. Αναμόρφωση της πολιτικής μισθών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Με κριτήριο όχι την διαπραγματευτική ισχύ κάθε ομάδας, αλλά την απόδοση και την προσφορά του καθενός - με διαφάνεια και δικαιοσύνη. Μια καλή αρχή θα ήταν η δημοσίευση των συνολικών αποδοχών που αντιστοιχούν σε κάθε βαθμίδα, σε κάθε υπουργείο, σε κάθε οργανισμό.

3. Μέτρα στήριξης όσων πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Όχι με συμβολικές κινήσεις αμφίβολης αξίας τύπου «έκτακτες παροχές» ή «ειδικές ενισχύσεις σε επιμέρους ομάδες». Αλλά με γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Μέσω επιδομάτων (με έμφαση στις φτωχές οικογένειες με παιδιά). Αλλά και μέσω υπηρεσιών (με έμφαση στην περίθαλψη, με εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ΕΟΠΠΥ).

Θα μου πείτε: «Μα υπάρχουν λεφτά για τέτοια». Εξαρτάται.
Με «κόκκινες γραμμές» τύπου «όχι στην εφεδρεία», «όχι στη μείωση των αποδοχών των δικαστικών» και τα παρόμοια, όχι: δεν υπάρχουν περιθώρια.
Με στοχευμένες παρεμβάσεις για τη μείωση του μεγέθους και του κόστους του κράτους (δηλ. περικοπές), και ταυτόχρονα με βαθειές τομές στη λειτουργία του (δηλ. μεταρρυθμίσεις), τότε ναι: τα δημοσιονομικά περιθώρια για τη γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι μεγάλα.
Τα δημοσιονομικά περιθώρια. Αλλά και τα πολιτικά. Ας αναλογιστούν, όσοι από εμάς τουλάχιστον δέχονται την ανάγκη ενός προγράμματος εξυγίανσης, ποια θα ήταν η αποδοχή του από την κοινή γνώμη, εάν η έγνοια των πολιτικών ήταν η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η προστασία των αδυνάτων, αντί για την υπεράσπιση των ευνοημένων ομάδων.
Δίκαιη λιτότητα. Ποτέ δεν είναι αργά.

* Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει κοινωνική πολιτική και δημόσια οικονομική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Από το www.protagon.gr