Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

ΙΔΟΥ ΠΕΔΙΟΝ ΔΟΞΗΣ ΛΑΜΠΡΟΝ






Κίνηση με προοδευτικό περιεχόμενο που αξίζει να στηριχτεί


Σε ρεπορτάζ του τοπικού τύπου έγινε αναφορά για τις πρωτοβουλίες του Δήμου Αβδήρων να επανεξετάσει το καθεστώς υδροδότησης και να το αντιστοιχίσει με τα πραγματικά δεδομένα των δημοτικών τελών που πρέπει να καταβάλλουν οι δημότες του.
Σημαντική και σοβαρή προσπάθεια. Αν μάλιστα καταστεί και αποτελεσματική σε ικανοποιητικό βαθμό και με βάση τα οφέλη που θα προκύψουν μπορέσει να προχωρήσει με πιο ορθολογικό τρόπο σε πιο δίκαιη κατανομή των βαρών, θα έχει πετύχει κάτι πολύ σημαντικό. Εκτός των άλλων ίσως λειτουργήσει πιλοτικά και για περισσότερους ΟΤΑ.

Πιστεύουμε ότι σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διέρχεται η χώρα μας και που δεν είναι μόνο οικονομική, παρόμοιες πρωτοβουλίες μπορούν να δώσουν πολλαπλές απαντήσεις.

Πρώτον, έχουν άμεσο οικονομικό αποτέλεσμα χωρίς να καταφεύγουν σε οριζόντιες αυξήσεις που θα πλήρωναν μόνο οι συνεπείς και υπεύθυνοι πολίτες. Γιατί καμία αύξηση δεν τρομάζει αυτόν που κλέβει το νερό ή αποκρύπτει το μεγαλύτερο μέρος του ακινήτου του.

Δεύτερον και πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μας, ενισχύει το αίσθημα δικαιοσύνης, βελτιώνει τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και Διοίκησης. Επιβραβεύει την υπευθυνότητα και τη νομιμότητα, περιορίζει τη λογική της καθημερινής παραβατικότητας. Είτε αυτή είναι προϊόν “αδυναμίας”, είτε επίδειξης “μαγκιάς”.

Τρίτον, περιφρουρεί το Δημόσιο χώρο. Ενισχύει την αντίληψη ότι το συμφέρον του πολίτη δεν περιορίζεται σε ό,τι βρίσκεται εντός της περίφραξης του οικοπέδου του.

Η κίνηση αυτή του Δήμου Αβδήρων προβάλει στο δημόσιο χώρο όλα αυτά που όλοι γνωρίζουμε, σχολιάζουμε μεταξύ μας, πολλές φορές μάλιστα τα διηγούμαστε και ως κατορθώματα, αλλά σπάνια κάνουμε κάτι πρακτικό να τα αποτρέψουμε.

Βέβαια, για όλα αυτά τα φαιδρά και τραγικά που διαπιστώθηκαν ήδη και τα πολύ περισσότερα που θα έρθουν στην επιφάνεια αν συνεχιστεί μέχρι τέλους η προσπάθεια, η Τοπική Αυτοδιοίκηση κάθε άλλο παρά άμοιρη ευθυνών είναι. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις όχι μόνο ανέχθηκε αλλά ενθάρρυνε και καθοδήγησε παρόμοια φαινόμενα, πλέκοντας τον ιστό των πελατειακών σχέσεων. Και όλα αυτά αφορούν – σε διαφορετικό βαθμό ίσως κατά περίπτωση – συμπολιτεύσεις και αντιπολιτεύσεις. Ώσπου φτάσαμε στον τέλειο φαύλο κύκλο, δηλαδή στον πάτο. Κάποιοι κάνουν πως δεν βλέπουν, κάποιοι ίσως θέλουν και δεν τολμούν και κάποιοι άλλοι καταγγέλλουν … το σύστημα.

Όλα αυτά είναι πια κοινός τόπος. Το θέμα δεν είναι κυρίως νομικό και αστυνομικό, να βρεθούν δηλαδή οι παραβάτες και να τιμωρηθούν. Και αυτό βέβαια πρέπει να γίνει ιδιαίτερα σε κραυγαλέες περιπτώσεις. Το ζητούμενο είναι να αντιμετωπιστεί με ορθολογικό και αποτελεσματικό τρόπο το πρόβλημα. Να διαπαιδαγωγηθεί ο πολίτης ώστε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, αλλά και να ξέρει ότι ενίοτε υπάρχουν και συνέπειες σε πράξεις ή παραλείψεις του. Τότε μπορεί και πιο απαιτητικός να είναι απέναντι στη Διοίκηση και η διοίκηση να τον σέβεται πραγματικά. 

Για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορούμε παρά να δούμε με θετική ματιά τις πρωτοβουλίες της Δημοτικής Αρχής Αβδήρων. Αν συναινεί και η αντιπολίτευση τόσο το καλύτερο. Ευτυχώς προς το παρόν δεν ακούστηκαν – ή δεν υπέπεσαν στη δική μας αντίληψη – οι συνήθεις κραυγές περί φορομπηχτικής πολιτικής και άλλων δαιμονίων. Γιατί στην ουσία της και επί της αρχής αποτελεί μια κίνηση με βαθύ προοδευτικό περιεχόμενο και αξίζει κάθε στήριξη. Και κάποια στιγμή, όχι στο μακρινό μέλλον, να ελπίζουμε ότι τα δημοτικά τέλη θα γίνουν πιο ανταποδοτικά, οι πολίτες πιο υπεύθυνοι και η διοίκηση πιο αποτελεσματική και δίκαιη.

21/12/12011

Δημοκρατική Αριστερά Ξάνθης


Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Κάλλιο αργά παρά...αργότερα.






Η συζήτηση για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα κρατεί καλά εδώ και κάποιο διάστημα. Με αναφορά το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, αλλά και  άλλους χώρους -περιοδικό Μεταρρύθμιση, τα Νέα, Αυγή κ.λ.π.-άρχισε η παράθεση και αντιπαράθεση απόψεων για την συγκρότηση αυτού του χώρου, μπροστά όμως στο φάσμα και στον κίνδυνο κατάρρευσης της χώρας και εξ αιτίας αυτού.. Η τελευταία κινδυνεύει πλέον άμεσα και στο ορατό μέλλον να μην είναι πια στην πρώτη κατηγορία της Ευρώπης , έστω και στην τελευταία θέση. Τώρα που οι πρώην κυβερνητικοί , αλλά και νυν κυβερνητικοί υπουργοί στην αμαξοστοιχία της κυβέρνησης Παπαδήμου, ο ένας μετά τον άλλο ολοφυρόμενοι έχουν αφήσει στην άκρη την περισπούδαστη και διαγραμμάτου απεμπολή από τον προφορικό-και γραπτό -τους λόγο την έννοια της χρεωκοπίας και δείχνουν με τεντωμένο δάχτυλο τον γκρεμό , που ήδη στον πάτο του έχει "σκάσει" ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.


Το πλησιέστερο σ αυτήν την συζήτηση κυβερνητικό υπόδειγμα της διακυβέρνησης Σημίτη, ακόμη δεν έχει αξιολογηθεί ώστε να αποτελέσει παραδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή και πρώην στελέχη αυτού του  πνιγμένου μέσα στον "ολον" Πασοκ κυβερνητικού πειραματισμού, αγκομαχώντας, αναζητούν πολιτική στέγη ή προτείνουν άλλες μεθόδους εφαρμογής μιας κυβερνητικής προσέγγισης.Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια τους-ορισμένοι απ αυτούς αποτελούν κεφάλαιο γι αυτόν τον χώρο-όμως-ίσως αυτή η συζήτηση σήμερα είναι ελαφρώς ανεπίκαιρη ή δεν έχει τα προαπαιτούμενα που θα αποτελούν την στέρεη βάση πάνω στην οποία μπορούν να στηθούν πολιτικές προσεγγίσεις που να έχουν βιωσιμότητα. Και εννοώ τον άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης της χώρας και της μετατροπής της σε ένα βαλκανικό απομεινάρι που μόνο με ιστορικές αναφορές μπορεί να συγκριθεί, γιατί κανείς ζων Ελληνας ή κάτοικος της Ελλάδας, δεν θα έχει τέτοιες παραστάσεις εξαθλίωσης για να συγκρίνει.


 Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι σ αυτήν την συζήτηση πρέπει να προσέλθουν και άλλοι, αφήνοντας όμως στον προθάλαμο τις κομματικές μάσκες τους και κατανοώντας πλήρως τον κίνδυνο, να απευθυνθούν πλέον στην κοινωνία με ειλικρίνεια, συμμαχώντας και με ότι μη κομπραδόρικο έχει η ελληνική κοινωνία και οικονομική παραγωγική βάση. Από τις άκρες της φιλελεύθερης δεξιάς μέχρι της παρυφές-και ίσως παραπέρα-της ανανεωτικής αριστεράς, της αριστεράς της συμμετοχής. Δυστυχώς σ αυτήν την συζήτηση δεν φαίνεται να μπορούν να συμμετέχουν οι λογικές της "αντεπίθεσης" και της "ανυπακοής".   Η συζήτηση αυτή πρέπει να πάρει χαρακτήρα πανστρατιάς με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα, χαρακτηριστικά που φυσικά δεν είναι σε αφθονία στον ελληνικό πολιτικό χώρο της οικογενειοκρατίας και των τζακιών. Με παλιά υλικά-δυστυχώς-πρέπει να επιχειρηθεί να χτιστεί το καινούριο εθνικολαικό τσαρδί, διαφορετικά θα γεμίσουμε τροχόσπιτα που θα παρκάρουν οι ιδιοκτήτες τους όπου έχει έστω και λίγη πρόσκαιρη λιακάδα.


Σ.Σαρακενίδης

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΕΒΕ, ΟΙ ΕΚΚΟΛΑΠΤΟΜΕΝΟΙ ΗΓΗΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΒΗΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ



Η είδηση : Πρόεδρος του ΕΒΕ Ξάνθης εκλέχτηκε ο κ. Μωραϊτης, εκλεκτός της Ν.Δ. κατόπιν συμφωνίας με τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ κ. Μάντατζη Τσετίν , ο οποίος με τη σειρά του και κατά δήλωσή του “απέσυρε” τους 5 μόλις εκλεγέντες μειονοτικούς συμβούλους από το συνδυασμό του κ. Ι. Αθανασιάδη (εκλεκτού του ΠΑΣΟΚ) και τους πήγε πεσκέσι στην κάλπη του Μωραϊτη.
Είναι φανερό ότι οι 5 σύμβουλοι δεν ενήργησαν κατ΄αυτόν τον τρόπο επειδή πείσθηκαν από τις προγραμματικές δεσμεύσεις του προέδρου και ο κ. Μωραϊτης δεν επεδίωξε συνεργασία με τον αντίπαλο συνδυασμό, αλλά συνδιαλέχθηκε με τον κ. Μάντατζη (με ποια ιδιότητα άραγε ?). Οι καλές δουλειές κλείνονται πάντα κάτω από το τραπέζι.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να πει ότι εδώ ο κόσμος καίγεται και εμείς ασχολούμαστε με ποιο τρόπο εκλέχτηκε ο πρόεδρος του ΕΒΕ. Και θα είχε δίκιο αν όλα όσα προηγήθηκαν για να προκύψει το αποτέλεσμα περιοριζόταν στους 4 τοίχους του ΕΒΕ. Έχω όμως τη γνώμη ότι σ΄αυτά τα γεγονότα φωτογραφίζονται οι παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος, η υποκρισία, το κυνήγι της καρέκλας (που συνήθως δεν γίνεται με το αζημίωτο) και ο πολιτικός αμοραλισμός.
Μη βιαστεί κανείς να περιοριστεί μόνο στην καταδίκη των πρακτικών του κ. Μάντατζη. Οι πρώτοι διδάξαντες κομματάρχες βουλευτές με τους ατομικούς τους “στρατούς” κυκλοφορούν γύρω μας ελεύθεροι και περήφανοι που εξέλεγαν και στηρίζανε διοικήσεις φορέων, σωματείων και είχαν τους δικούς τους συνδικαλιστές.
Εδώ που τα λέμε και ο κ. Μωραϊτης δεν έκανε δα και καμία πρωτοτυπία. Μην ακούσουμε βέβαια και τίποτα κουβέντες για δικαίωση κλπ.
Κατά τη γνώμη μου το κύριο πρόβλημα βρίσκεται στο ότι και οι “΄νικητές” και οι “προδομένοι” με διαφορετικό ρόλο και ίσως σε διαφορετικό βαθμό υπηρέτησαν την ίδια λογική. Τη λογική του στείρου κομματισμού, της συνδιαλλαγής και της αδιαφάνειας. Και το χειρότερο είναι ότι τους εμπνευστές αυτών των αθλιοτήτων θα τους ξαναβρούμε μπροστά μας από αύριο για να μας διδάξουν πολιτική ακεραιότητα, ακομμάτιστο συνδικαλισμό και κάποιους από αυτούς έτοιμους από καιρό να σώσουν - μετά το ΕΒΕ -και τη χώρα.
Νομίζω ότι απλά δεν κατάλαβαν ότι κάτι άρχισε να κινείται αντίθετα από αυτή τη λογική. Ισως όχι ακόμα αρκετό να την αλλάξει αμέσως αλλά τουλάχιστον να την αμφισβητήσει.

Δεύτερη είδηση: στο νέο συνδυασμό της πλειοψηφίας , πλειοψηφούν οι μειονοτικοί συμπολίτες μας. Κάποιοι δεν κρύβουν και την ανησυχία τους γι αυτό. Προσωπικά δεν το θεωρώ καν είδηση. Εκείνο που με λυπεί είναι ότι εκκολαπτόμενοι συνδικαλιστές που άγονται και φέρονται είτε από τους “ταγούς” της μειονότητας είτε από τους επίδοξους επιβήτορες της εξουσίας δεν είναι σε θέση ούτε τους συμπολίτες τους να υπηρετήσουν ούτε τα επαγγελματικά συμφέροντα του κλάδου τους να προωθήσουν.
Υ.Γ. Ένα απόσπασμα από πρόσφατο άρθρο “πολιτευτή” της Ν.Δ. “Τέλος εποχής και αρχή νέας εποχής. Αναθεώρηση σε αρχές και αξίες, σε πρόσωπα που βάλαμε ψηλά, αλλά σφάλαμε.” Mήπως προέβλεπε και τις παραπάνω εξελίξεις ?
Ξάνθη, Τρίτη και 13 δεκέμβρη 2011
Δέλκος Κώστας

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Μια ανορθόδοξη ερμηνεία της παρακμής του ΕΣΥ


Του Μάνου Ματσαγγάνη, οικονομολόγου


Ένα από τα μεγαλύτερα (και θλιβερότερα) παράδοξα της παρατεταμένης μεταπολίτευσης είναι δίχως άλλο η παραβολική τροχιά που διέγραψε ο δημόσιος τομέας της υγείας, από τις μεγάλες προσδοκίες των αρχών της δεκαετίας του '80 στη σημερινή πραγματικότητα. Κατά τη γνώμη μου, η ιστορία αυτή - αν και όχι εντελώς απαλλαγμένη από φωτεινά σημεία - είναι από πολλές απόψεις μια ιστορία παρακμής. Θεωρώ ότι η διαλεύκανση της ιστορίας αυτής είναι απαραίτητη: όχι μόνο για την καλύτερη ερμηνεία του αδιεξόδου της δημόσιας πολιτικής υγείας, αλλά και για την πληρέστερη κατανόηση των συστημικών εμποδίων πάνω στα οποία είναι καταδικασμένη να προσκρούσει κάθε απόπειρα ανάταξης του δημόσιου τομέα στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης των αρχών της δεκαετίας του '10.
Η θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας το 1983 ήταν ίσως η πιο φιλόδοξη μεταρρύθμιση των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ – την εποχή εκείνη στη φάση της μέγιστης ακμής τους. Η Εισηγητική Έκθεση του νομοσχεδίου για το ΕΣΥ ανέφερε ότι ο στόχος του ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ «η αποεμπορευματοποίηση του αγαθού υγεία». Όπως ήταν αυτονόητο, η αριστερή αντιπολίτευση υποστήριζε τη δημιουργία ενός κρατικού συστήματος υγείας. Λιγότερο αυτονόητο ήταν ότι το ίδιο ίσχυε και για ένα σημαντικό τμήμα της (με την ορολογία της εποχής) «φωτισμένης δεξιάς», με πρώτο τον Σπύρο Δοξιάδη, υπουργό υγείας 1977-1981. Παρά τις αντιρρήσεις των ιατρικών συλλόγων, η θεσμοθέτηση του ΕΣΥ προσέφερε σε χιλιάδες νέους γιατρούς ένα μέλλον σίγουρης επαγγελματικής ανέλιξης και βελτιωμένων αποδοχών στο ασφαλές περιβάλλον του Δημοσίου. Τέλος, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης τασσόταν επίσης υπέρ της «αλλαγής στην υγεία», έχοντας πιστέψει στη ρεαλιστική ουτοπία ενός δημόσιου συστήματος υγείας όπως αυτό των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, η πρόσβαση στο οποίο να εξαρτάται από την ανάγκη για περίθαλψη, όχι από το εισόδημα ή την κοινωνική θέση.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Η συνολική δαπάνη υγείας έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα, και συνεχίζει να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Η αναλογία των γιατρών στον πληθυσμό είναι από τις υψηλότερες διεθνώς. Η διαθεσιμότητα νοσοκομειακών κλινών έχει βελτιωθεί σημαντικά, ιδίως στην περιφέρεια. Η χρήση πανάκριβων μηχανημάτων βιοϊατρικής τεχνολογίας είναι πιο διαδεδομένη στην Ελλάδα παρά σε χώρες πλουσιότερες και με μεγαλύτερη παράδοση πολιτικής υγείας. Και όμως, η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στο ΕΣΥ είναι χαμηλή, η περίθαλψη εξακολουθεί να κοστίζει πολύ στους ασθενείς ακόμη και όταν είναι θεωρητικά δωρεάν, ενώ η ιδιωτική ιατρική συνεχίζει να ευμερεί. Με δυο λόγια, η υγεία στην Ελλάδα είναι περισσότερο εμπορευματοποιημένη παρά ποτέ.
Ένα πρόβλημα από το οποίο σίγουρα δεν πάσχει η υγεία στη χώρα μας είναι έλλειψη πόρων. Ενδεικτικά, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, σε σχέση με τη Βρετανία (η οποία, εκτός της μακράς και ένδοξης ιστορίας του δικού της ΕΣΥ, γνώριζε την εποχή εκείνη μια μεγάλη επέκταση στην υγεία), η Ελλάδα διέθετε 30% περισσότερες νοσοκομειακές κλίνες ανά κάτοικο, υπερδιπλάσιο αριθμό γιατρών, τρεισήμισυ φορές περισσότερους αξονικούς τομογράφους και δυόμιση φορές περισσότερους μαγνητικούς τομογράφους. (Από την άλλη, είχε μόνο το ένα τρίτο των νοσοκόμων.) Ενώ η συνολική δαπάνη υγείας προ ΕΣΥ ήταν χαμηλή, κάτω από 6% του ΑΕΠ, σήμερα πλησιάζει το 10% (ας σημειωθεί ότι στη Βρετανία, όπως στην Ισπανία και την Ιταλία, είναι γύρω στο 8,5% του ΑΕΠ). Το μερίδιο της δημόσιας στη συνολική δαπάνη υγείας διαφέρει ανάλογα με τις εκτιμήσεις από 50% σε 60%, είναι δηλαδή σαφώς χαμηλότερο από ό,τι στην Ιταλία και την Ισπανία (όπου κυμαίνεται από 70% σε 80%), και πολύ χαμηλότερο από ό,τι στην Βρετανία (80% με 90% του ΑΕΠ).
Εν τω μεταξύ, παρότι η υγεία κοστίζει στους φορολογούμενους περισσότερο παρά ποτέ, οι ασθενείς συνεχίζουν να βάζουν το χέρι βαθιά στην τσέπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία ενός πρόσφατου «Ευρωβαρόμετρου», σε ερώτηση σχετική με το κόστος της περίθαλψης, το ποσοστό όσων αυθόρμητα απάντησαν «είναι δωρεάν» δεν ξεπερνούσε στη χώρα μας το 5%, ενώ έφτανε το 32% στην Ισπανία (το ΕΣΥ της οποίας θεσμοθετήθηκε την ίδια εποχή με το Ελληνικό) και το 50% στη Βρετανία. Το ποσοστό όσων αντίθετα έβρισκαν το κόστος της περίθαλψης πολύ ή αρκετά δυσβάστακτο ήταν 71% στην Ελλάδα, έναντι μόλις 22% στην Ισπανία και 13% στη Βρετανία.
Συχνά το ποσό που πρέπει να πληρώσουν οι ασθενείς για την περίθαλψή τους εμπίπτει σε αυτό που οι οικονομολόγοι της υγείας ονομάζουν «καταστροφικές δαπάνες». Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας SHARE, η οποία καλύπτει ένα μεγάλο αριθμό ατόμων ηλικίας 50+ σε 12 Ευρωπαϊκές χώρες, το ποσοστό όσων απάντησαν ότι τα έξοδα περίθαλψης απορροφούσαν πάνω από 25% του διαθέσιμου εισοδήματός τους ήταν 10% στην Ελλάδα (έναντι 5% στην Ιταλία, 3% στην Ισπανία, και μόλις 1% στην Τσεχία). Το αντίστοιχο ποσοστό στο φτωχότερο 20% του δείγματος έφτανε το 39% στην Ελλάδα (έναντι 20% στην Ιταλία, 12% στην Ισπανία, 4% στην Τσεχία).
Γενικά οι φτωχοί πληρώνουν ένα μεγαλύτερο ποσοστό του (χαμηλότερου) εισοδήματός τους για υγεία. Άλλη εργασία που ανέλυσε τα στοιχεία της ίδιας έρευνας SHARE διαπίστωσε ότι το μέσο μερίδιο των εξόδων περίθαλψης στο εισόδημα των ατόμων ηλικίας 50+ στην Ελλάδα ήταν 14% στο φτωχότερο 20% του δείγματος, έναντι 3% στο πλουσιότερο 20%. Αυτό επιβεβαιώνουν και τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία το ποσοστό όσων δεν μπόρεσαν να κάνουν χρήση υπηρεσιών υγείας, παρότι είχαν ιατρική ανάγκη, επειδή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα, ήταν 4% στην Ελλάδα έναντι 2% στην ΕΕ-27. Το αντίστοιχο ποσοστό στο φτωχότερο 20% του δείγματος έφτανε το 7% στην Ελλάδα έναντι 5% στην ΕΕ-27. Προηγούμενη δική μας έρευνα έδειξε ότι το ειδικό βάρος της οικογενειακής δαπάνης για υγεία ήταν υψηλότερο σε νοικοκυριά ηλικιωμένων, ζευγαριών με μικρά παιδιά, καθώς και ασφαλισμένων του ΟΓΑ.
Τέλος, όσον αφορά την ποιότητα της περίθαλψης όπως την αντιλαμβάνονται οι χρήστες, τα στοιχεία του προαναφερθέντος «Ευρωβαρόμετρου» δείχνουν ότι το ποσοστό όσων την έβρισκαν «πολύ κακή» ή «αρκετά κακή» έφτανε το 52% στην Ελλάδα, έναντι μόλις 15% στην Ισπανία και 18% στη Βρετανία.
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Ο τομέας της υγείας στην Ελλάδα δεν πάσχει από έλλειψη πόρων: αντίθετα, έχουμε υπερπροσφορά γιατρών, νοσοκομειακών κλινών και πανάκριβης βιοϊατρικής τεχνολογίας, ενώ ξοδεύουμε περισσότερα παρά ποτέ. Και όμως, η κοινή γνώμη έχει σε χαμηλή εκτίμηση της ποιότητα της υγείας, η περίθαλψη κοστίζει ακριβά (τόσο που πολλοί Έλληνες - περισσότεροι από ό,τι άλλοι Ευρωπαίοι - στερούνται αναγκαίες υπηρεσίες), ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας βαραίνουν δυσανάλογα τους φτωχότερους και πιο ηλικιωμένους ασθενείς.
Είναι προφανές ότι κάτι πήγε στραβά. Το ερώτημα είναι τι.

2.
Στις ρίζες της κακοδαιμονίας βρίσκεται ένα κρίσιμο «σχεδιαστικό σφάλμα». Αντί η θεσμοθέτηση του ΕΣΥ να συμβαδίζει με την κατάργηση των ταμείων υγείας, όπως θα ήταν λογικό και όπως συνέβη στην Ιταλία (εν μια νυκτί) και στην Ισπανία (σε βάθος 20ετίας), στην Ελλάδα ΕΣΥ και ταμεία υγείας συνυπάρχουν. Το πώς ακριβώς φτάσαμε σε αυτή την παγκόσμια πρωτοτυπία σχετίζεται με ένα όχι και τόσο γνωστό επεισόδιο κοινοβουλευτικής ιστορίας.
Το αρχικό σχέδιο νόμου για το ΕΣΥ προέβλεπε τη συγχώνευση όλων των ταμείων υγείας σε έναν Ενιαίο Φορέα Υγείας. Η διαφαινόμενη «εξίσωση προς τα κάτω» είχε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις μεταξύ των ασφαλισμένων των «ευγενών ταμείων» νομικών, μηχανικών και υγειονομικών, καθώς και των συντεχνιών του Δημοσίου, των τραπεζών και των ΔΕΚΟ. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στην ολομέλεια της Βουλής. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας του Παρασκευά Αυγερινού (εισηγητή της πλειοψηφίας), πήρε το λόγο «ως απλός βουλευτής» ο Γιάννης Αλευράς (πρόεδρος της Βουλής, ισχυρός ανήρ του ΠΑΣΟΚ και πρώην πρόεδρος της ΟΤΟΕ).
Η ομιλία του τελευταίου έμεινε στα χρονικά όχι μόνο για το ασύνηθες του εγχειρήματος, αλλά και για τον απερίφραστο τρόπο με τον οποίο απείλησε να τεθεί επικεφαλής όσων επιχειρούσαν να τορπιλίσουν το νομοσχέδιο, τουλάχιστον σε αυτό το κρίσιμο σημείο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου (τότε πρωθυπουργός) αποφάσισε ότι το θέμα παραήταν ασήμαντο για να ριψοκινδυνεύσει τη συνοχή της κυβέρνησης. Ο Αυγερινός ήθελε ΕΣΥ, ο Αλευράς ήθελε χωριστά ταμεία – προς τι τα μίση και ο αλληλοσπαραγμός; ας έχουμε και τα δύο.
Κάπως έτσι λοιπόν αποκτήσαμε και ΕΣΥ και ταμεία. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ασυνάρτητη συνύπαρξη Beveridge και Bismarck στο ίδιο σύστημα μας κόστισε μάλλον ακριβά. Αφενός, η καθ'ημάς εκδοχή κοινωνικής ασφάλισης αναπαρήγαγε και διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες από το πεδίο των εισοδημάτων στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας, επιτρέποντας στις πιο εύπορες ομάδες να αυτοεξαιρούνται από τη αναγκαστική αλληλεγγύη ενός ενιαίου συστήματος. Συχνά, μάλιστα, η αναδιανομή είναι αντίστροφη – όπως γίνεται με την επιδότηση των ευγενών ταμείων από το κοινωνικό σύνολο μέσω των «κοινωνικών πόρων». Τέλος, η έλλειψη κάποιου μηχανισμού μεταφοράς πόρων προς ταμεία με δυσμενές δημογραφικό προφίλ μετατρέπει την παρακμή κάποιων κλάδων ή επαγγελμάτων (π.χ. των ναυτικών) σε χρεωκοπία των αντίστοιχων ταμείων (σε αυτή την περίπτωση του ΝΑΤ). Αφετέρου, όσον αφορά την οικονομία του δημόσιου τομέα της υγείας, η συνύπαρξη ΕΣΥ και ταμείων (σε συνδυασμό πάντοτε με τον κατακερματισμό των τελευταίων) πολλαπλασίασε το διαχειριστικό κόστος και εμπόδισε και το ΕΣΥ και τα ταμεία να δράσουν ως «μονοψωνητές», δηλαδή ως προνομιακοί αγοραστές. Γενικά, και τα δύο μοντέλα - της κοινωνικής ασφάλισης υγείας (όπως στη Γερμανία ή στη Γαλλία) και του ΕΣΥ (όπως στη Βρετανία ή τη Σουηδία) – έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Διατηρώντας εν ζωή τα ταμεία υγείας και μετά την ίδρυση του ΕΣΥ, καταλήξαμε με ένα σύστημα που συνδυάζει τα μειονεκτήματα των δύο μοντέλων, χωρίς κανένα από τα πλεονεκτήματά τους.
Η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει και άλλους παράγοντες συστημικής αποτυχίας, οι οποίοι συνδέονται με το παραπάνω «σχεδιαστικό σφάλμα» αλλά και μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η ανυπαρξία μιας εύλογης διοικητικής δομής, με καλά καθορισμένους ρόλους, σαφείς διαδικασίες λογοδοσίας, με ρεαλιστικούς αλλά και αυστηρούς εισοδηματικούς περιορισμούς συνέβαλε κατά πολύ στο να μην μπορεί να δοθεί απάντηση στο απλό ερώτημα «ποιος είναι υπεύθυνος για την πολιτική υγείας στην Ελλάδα». Το ίδιο και η χαμηλή στάθμη όλων των βαθμίδων του διοικητικού προσωπικού του ΕΣΥ και των ταμείων, η οποία αντανακλά βέβαια τις γενικότερες αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης εν Ελλάδι, έχει όμως και ειδικότερες όψεις – κάποιες από τις οποίες αποκαλύφθηκαν το 2001, κατά την εν τέλει αποτυχημένη απόπειρα αξιοκρατικής επιλογής διοικητών νοσοκομείων επί υπουργίας Αλέκου Παπαδόπουλου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παράγοντες αυτοί, καθώς και άλλοι (π.χ. η συνεχής αύξηση του αριθμού των γιατρών, η ισχύς των ομάδων συμφερόντων, η περιχαράκωση του ΕΣΥ σε «εθνικό σύστημα νοσοκομείων» και η συνακόλουθη de facto ιδιωτικοποίηση της εξωνοσοκομειακής περίθαλψης), οι οποίοι έχουν επίσης συζητηθεί στη σχετική βιβλιογραφία, συνέβαλαν στη σημερινή κατάσταση.
Παρόλα αυτά, η συνδυασμένη ερμηνευτική ισχύ των «αναγνώσεων» αυτών μου φαίνεται τελικά μάλλον περιορισμένη σε σχέση με το μέγεθος της προς εξήγηση αποτυχίας. Έτσι, έχω σταδιακά σχηματίσει την πεποίθηση ότι πέρα και πάνω από τους παραπάνω παράγοντες βρίσκεται ένας άλλος, που πολλαπλασιάζει τις αρνητικές συνέπειές τους, και που δεν έχει ακόμη μελετηθεί όσο θα έπρεπε. Ας το ονομάσουμε «ηθική κρίση».

3.
Η ερμηνεία που προτείνω μπορεί να συνοψιστεί ως εξής. Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οι κυρίαρχες αξίες στην Ελλάδα του ιατρικού κόσμου και των άλλων πρωταγωνιστών του τομέα υγείας παρέμειναν ασύμβατες με την δεοντολογία και τους κανόνες συμπεριφοράς σε ένα εθνικό σύστημα υγείας. Ίσως μάλιστα οι συλλογικές αντιλήψεις των γιατρών και άλλων σταδιακά να απομακρύνθηκαν και άλλο από το ήθος του δημόσιου λειτουργήματος, και να προσχώρησαν στον κανόνα του ατομικού πλουτισμού - γρήγορα και σχεδόν με κάθε τρόπο.
Φυσικά, δεδομένου ότι τα σχετικά φαινόμενα δεν επιδέχονται ακριβούς μέτρησης, «αποδείξεις» για μια τέτοια ερμηνεία είναι δυσεύρετες. Αντίθετα, οι ενδείξεις αφθονούν, αν και ο χαρακτήρας τους είναι αναγκαστικά ανεκδοτολογικός και αποσπασματικός.
Όπως συχνά συμβαίνει, μια καλή πηγή πληροφοριών για το πνεύμα μιας εποχής είναι η λογοτεχνία. Οι προσεκτικοί αναγνώστες των περιπετειών του Αστυνόμου Χαρίτου ίσως θυμούνται το πώς ο γιατρός Ουζουνίδης (μετέπειτα σύντροφος της κόρης του Χαρίτου) είχε κληθεί να δώσει εξηγήσεις στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν επειδή δεν έπαιρνε φακελάκι. Όταν δε ο διευθυντής του τού ζήτησε «να κάνει τουλάχιστον ότι παίρνει» , αποφάσισε να τηρήσει μια ενδιάμεση στάση: συνέχισε να μην παίρνει φακελάκι, ούτε έλεγε ότι παίρνει, το άφηνε απλώς να εννοηθεί.
Όπως δείχνουν τα (ελάχιστα) διαθέσιμα δεδομένα, λίγοι γιατροί τηρούν μια τέτοια στάση αρχής στην πραγματική ζωή. Σε μια πρόσφατη έρευνα 336 ατόμων που νοσηλεύθηκαν σε νοσοκομεία του ΕΣΥ το 2005, 36% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι πλήρωσαν τουλάχιστον μια φορά φακελάκι, ενώ ακόμη 4% δήλωσαν ότι τους ζητήθηκε από τον γιατρό αλλά εκείνοι αρνήθηκαν. Μόνο 4% ανέφεραν ότι προσφέρθηκαν να πληρώσουν αλλά ο γιατρός αρνήθηκε. Τα σχετικά ποσά κυμάνθηκαν από φιλοδωρήματα των 20 ευρώ έως πληρωμές της τάξης των 8.000 ευρώ (μέσο ποσό 418 ευρώ). Δεν παρατηρήθηκε διαφοροποίηση στη συμπεριφορά των γιατρών ανάλογα με το εισόδημα ή την κοινωνική τάξη των ασθενών.
Φυσικά το φακελάκι προϋπήρχε του ΕΣΥ. Άλλωστε, η επίσημη αιτιολόγηση της αύξησης των αποδοχών των γιατρών του ΕΣΥ το 1985 κατά 250% δεν ήταν άλλος από τον τερματισμό της πρακτικής αυτής. Προφανώς το μέτρο δεν απέδωσε.
Η περιφρόνηση της δεοντολογίας φαίνεται να είναι το ίδιο διαδεδομένη εντός και εκτός ΕΣΥ. Πολλοί – ίσως οι περισσότεροι – γιατροί δεν φαίνεται να θεωρούν επιλήψιμη την αποδοχή «δώρων» από τους ασθενείς, ή από τους προμηθευτές νοσοκομειακού εξοπλισμού, ή από τους «ιατρικούς επισκέπτες» που εκπροσωπούν κάποια φαρμακευτική εταιρεία. Πολύ λιγότερο επιλήψιμη φαίνεται να θεωρούν τη συμμετοχή σε εξωτικά ταξίδια που διοργανώνονται με πρόσχημα κάποιο «συνέδριο», συνήθως αμφίβολης επιστημονικότητας, με όλα τα έξοδα πληρωμένα από κάποια φαρμακευτική εταιρεία.
Σε ένα τέτοιο «αξιακό» περιβάλλον ο,τιδήποτε μπορεί να συμβεί – και κατά κανόνα συμβαίνει. Εκτεταμένη «προκλητή ζήτηση», ακόμη και με τη μορφή χειρουργικών επεμβάσεων σε ασθενείς που δεν τις χρειάζονται. Είσπραξη από γιατρούς υπέρογκων ποσών για φάρμακα ή άλλες υπηρεσίες τις οποίες δεν παρείχαν ποτέ. Υπερτιμολογήσεις προμηθειών. Χρηματισμός γιατρών για την προώθηση ιατρικών ειδών στα δημόσια νοσοκομεία. Είναι περιττό να προστεθεί ότι η φοροδιαφυγή μεταξύ των γιατρών έχει πάρει ενδημικές διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι μάλλον αναμενόμενο αυτό που διαπιστώνει πρόσφατο «Ευρωβαρόμετρο», ότι δηλαδή το ποσοστό των ερωτηθέντων που θεωρούν ότι «η διαφθορά στον δημόσιο τομέα υγείας είναι εκτεταμένη» φθάνει το 82% στην Ελλάδα, έναντι 32% στο σύνολο της ΕΕ-27.
Η διαφθορά ενίοτε σκοτώνει. Εμβληματική είναι εδώ η περίπτωση της Αμαλίας Καλυβίνου, μιας νεαρής γυναίκας που έχασε τη μάχη κατά του καρκίνου τον Μάιο 2007, μετά από μια απίστευτη σειρά λανθασμένων διαγνώσεων, διανθισμένων με απαιτήσεις γιατρών για φακελάκι, ενώ ήταν ασθενής του ΕΣΥ.
Ως οικονομολόγος είμαι εκπαιδευμένος να αναζητώ έναν τρόπο ευθυγράμμισης των ατομικών κινήτρων με το δημόσιο συμφέρον. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι περιθώρια για έναν τέτοιο τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης του ΕΣΥ απλώς δεν υφίστανται. Ο προσωπικός μου «δρόμος προς τη Δαμασκό» ήταν μια συνομιλία μου πριν λίγα χρόνια με έναν καθόλα συμπαθή γιατρό για το θέμα των απογευματινών ιατρείων – δηλαδή την απόπειρα του τότε υπουργού υγείας Αλέκου Παπαδόπουλου να επεκτείνει τις ώρες λειτουργίας των κρατικών νοσοκομείων, προσφέροντας ταυτόχρονα στους γιατρούς του ΕΣΥ έναν νόμιμο τρόπο αύξησης των εισοδημάτων τους. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο συμπαθής γιατρός μου εξήγησε ότι με αμοιβή 50 ευρώ (ανά επίσκεψη των 15 λεπτών) τα απογευματινά ιατρεία «δεν άξιζαν τον κόπο». Τότε λοιπόν μου αποκαλύφθηκε η (πικρή) αλήθεια: ότι κανένα δημόσιο σύστημα υγείας πουθενά στον κόσμο – και πολύ λιγότερο στη σημερινή πρακτικά χρεωκοπημένη Ελλάδα - δεν είναι σε θέση να πληρώνει σε τόσους πολλούς γιατρούς τόσα χρήματα όσα έχουν συνηθίσει να κερδίζουν στη σημερινή κατάσταση ανομίας στο χώρο της υγείας.

4.
Η προηγούμενη συζήτηση δείχνει ότι το πλέγμα των υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας (ΕΣΥ, ταμεία υγείας και ιδιωτικός τομέας) κοστίζει υπερβολικά στους φορολογούμενους και στους ασθενείς, αφήνει δυσαρεστημένους τους περισσότερους χρήστες, και προκαλεί απαράδεκτες ανισότητες και σπατάλη πόρων. Από την άλλη, επιτελεί ένα σημαντικό έργο: παρέχει σταθερή απασχόληση και υψηλές αποδοχές σε όσους εργάζονται εκεί, ή εμπλέκονται με κάποιον άλλο τρόπο στις λειτουργίες του – δηλαδή στους γιατρούς, αλλά όχι μόνο.
Για το λόγο αυτό βάλτωσαν ή έμειναν απλώς ανεφάρμοστα το ένα μετά το άλλο όλα τα μεταρρυθμιστικά σχέδια που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν, ακόμη και τα πιο φιλόδοξα: όχι επειδή ήταν κακοσχεδιασμένα ή επειδή δεν υποστηρίχθηκαν επαρκώς - παρόλο που συχνά ίσχυε και αυτό.
Με αυτά τα δεδομένα, η μεταρρύθμιση στην υγεία δεν μπορεί να βασιστεί στην «εξαγορά» ισχυρών αντιπάλων ώστε να δώσουν τη συναίνεσή τους σε αλλαγές θετικού αθροίσματος. Στις παρούσες συνθήκες, τέτοιες αλλαγές είναι πιθανώς ανέφικτες, με την τεχνική έννοια του όρου.
Συνεπώς, εάν η παραπάνω διάγνωση είναι ορθή, τα περιθώρια βελτιώσεων είναι απελπιστικά περιορισμένα όσο η ηθική κρίση εξακολουθεί να μαστίζει το σύστημα υγείας. Κατά τη γνώμη μου, η μοναδική ελπίδα μιας μελλοντικής απόπειρας μεταρρύθμισης στην υγεία είναι η πρωταρχική συσσώρευση ενός «κοινωνικού κεφαλαίου»: με άλλα λόγια ο εντοπισμός πρώτα, και η συνειδητή ενίσχυση και υποστήριξη έπειτα, μιας κρίσιμης μάζας γιατρών, νοσηλευτών και διοικητικών στελεχών και υπαλλήλων που να είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν στο δημόσιο σύστημα, με μόνο αντίτιμο ένα αξιοπρεπές, απλώς, εισόδημα - και επιπλέον «κέρδος» την αυτοεκτίμησή τους, τον σεβασμό κάποιων συναδέλφων τους, και την αγάπη των ασθενών τους.
Δίχως μια τέτοια κρίσιμη μάζα ανθρώπων, καμμία μεταρρυθμιστική απόπειρα δεν θα καταφέρει όχι να αντιστρέψει αλλά ούτε καν να επιβραδύνει τον καλπάζοντα εκφυλισμό του τομέα της υγείας στη χώρα μας σε εφιαλτικό κακέκτυπο της ρεαλιστικής ουτοπίας ενός δημόσιου συστήματος υγείας, η πρόσβαση στο οποίο να εξαρτάται από την ανάγκη για περίθαλψη, όχι από το εισόδημα ή την κοινωνική θέση.
Από το περιοδικό ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Οι διακρίσεις πρέπει να...διακριθούν.





Μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην Ξάνθη, προχθές 2/12/2011 στο ιδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης με θέμα την "Καταπολέμηση των διακρίσεων στην Ελλάδα"-Πολιτικές για την καταπολέμηση τους και ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών. Το ενδιαφέρον βέβαια εξαντλήθηκε στην ανάγνωση του θέματος και πέραν αυτού ουδεν. Παρόντες(στην έναρξη και μέχρι την 2η εισήγηση) άτομα 22-μαζί με τους εισηγητές-και "επισήμους", δημοσιογράφους κ.λ.π. Τα κοινότυπα και αφόρητα βαρετά λογίδρια των 'επισήμων" δεν έδιωξαν κανέναν ευτυχώς-αν και οι περισσότεροι, επαγγελματικό καθήκον πραγματοποιούσαν-, μια περιήγηση σε στερεότυπα των πολιτικών όταν δεν έχουν να πούν τίποτα ουσιαστικό, αναφερόμενοι σε "πραξεις" και "παραλείψεις" , ειδικά για ένα θέμα όπως αυτό, που άπτεται πολλών παραγόντων, που το δημιουργούν και που χρειάζονται συντονισμένες και ειλικρινείς προσπάθειες για να αντιμετωπισθεί.  Από ότι φαίνεται η τοπική αυτοδιοίκηση μας δεν είναι σε θέση να ασκήσει τέτοιες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ενίων παραγόντων της. Στην πολυπολιτισμική μας περιοχή η καραμέλλα "ισονομία και ισοπολιτεία" χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές για να γλυκάνει την πίκρα της πραγματικότητας, όμως πια δεν φτάνει ούτε γι αυτόν τον περιορισμένο ρόλο της πλέον. Οι περιοχές-γκέτο ζουν και βασιλεύουν και αυτονόητες πράξεις-όπως αποκομιδή αποριμμάτων και παροχή ρεύματος και νερού-μόνο ως αστείες μπορούν να χαρακτηρισθούν, ως πράξεις εξισορρόπησης. Συνήθως οι πληθυσμοί τους-βλ. Δροσερό-χρησιμοποιούνται με τρόπο που γνωρίζει όλος ο λαός της περιοχής στις προεκλογικές περιόδους προς άγραν μαζικών ψήφων, χωρίς προσανατολισμό και διακριση πολιτικών. Γι αυτό βέβαια έχουν ευθύνη και οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών που δεν οργανώνονται (στο βαθμό που απαιτούν τα προβλήματα τους) και να ζητήσουν από τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου συγκεκριμένες απαντήσεις και όχι ατομικά μικρορουσφέτια.

Στις εισηγήσεις που παρακολούθησα εγινε μια παράθεση του γραφειοκρατικού λαβύρινθου, μέσα απο τον οποίο πρέπει να περάσουν όλες οι ειλικρινείς προσπάθειες-και υπάρχουν τέτοιες-για να φτάσει ένα μικρό κομμάτι δημοτικής παρέμβασης στις περιοχές και στους ανθρώπους τους. Δυστυχώς όμως ευθύνη γι αυτό το πρόβλημα δεν έχουν μόνο οι διοικητικές αρχές, αλλά και όλες οι μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες πολιτών-κόμματα, σύλλογοι, οργανώσεις-που δεν ενδιαφέρονται για τα προβλήματα διακρίσεων, στο βαθμό που αυτά επηρεάζουν και την ζωή των υπολοίπων. Δεν αρκεί η καταγραφη των προβλημάτων και η εκδοση των πρακτικών τέτοιων ημερίδων, που συνήθως καταλήγουν σε δημοσιεύσεις ή σε διδακτορικά. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες που το πρόβλημα θα μεγαλώνει και μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού θα "εισέρχονται" σε κοινωνικούς χώρους οικονομικών και πολιτιστικών διακρίσεων.

Σ.Σαρακενίδης